-
1 πημονή
-
2 πημονῇ
-
3 πημονή
πημονή, ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖςδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσϑαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.
-
4 πημονη
-
5 πημονή
πημονήhostile: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 πημονή
πημ-ονή, ἡ, -
7 πημονήν
πημονήhostile: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 πημοσυνη
-
9 Unhappiness
subs.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, πάθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, V. πάθη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ; see Misfortune.Misery: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, ἀθλιότης, ἡ, κακοπραγία, ἡ, P. and V. αἰκία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unhappiness
-
10 προς-ιζάνω
προς-ιζάνω (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προςιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προςιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.
-
11 πημοσύνη
-
12 ἀρκύ-στατος
ἀρκύ-στατος, Netz stellend, umgarnend, πημονή Aesch. Ag. 1348; μηχανή Eur. Or. 1412; τὸ ἀρκύστατον, das Stellnetz, Aesch. Pers. 99; Soph. El. 1468.
-
13 επακτος
21) нахлынувший(χειμέριος ὄμβρος Pind.)
2) привозной(σῖτος Thuc.)
τὰ ἐπακτά Thuc. — предметы ввоза3) иноземный, чужестранный, пришлый(ἐξ ἄλλης χθονός Eur.; ἐ. καὴ ἀλλόφυλος ἀρχή Plut.)
4) состоящий из иностранных наемников, наемный(στράτευμα Aesch.; στρατός Soph.; δύναμις Isocr.)
5) поступающий или привнесенный извне(ὕδωρ Arst., Diod.; πημονή Eur.; μανία Plat.)
6) добровольно причиненный(νόσημα Soph.)
7) навязываемый извне, вынужденный(ὅρκος Isocr.; πόλεμος Plut.)
8) чужойἐ. ἀνήρ Soph. — любовник
9) не врожденный, (благо)приобретенный(ἀρετή Her.)
-
14 πημονάς
-
15 πημονᾶς
-
16 πημονής
-
17 πημονῆς
-
18 πημοναίς
-
19 πημοναῖς
-
20 πημοναίσι
См. также в других словарях:
πημονῇ — πημονή hostile fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — hostile fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — ἡ, Α 1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.) 2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» να μην επιφέρονται … Dictionary of Greek
πημοναῖς — πημονή hostile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσι — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσιν — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονᾶς — πημονή hostile fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῆς — πημονή hostile fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονήν — πημονή hostile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῶν — πημονή hostile fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απημοσύνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα. Έφυγε με τον αδελφό της Αλθαιμένη από την Κρήτη και πήγε στη Ρόδο όπου τη βίασε ο Ερμής και θανατώθηκε γι’ αυτό από τον αδελφό της. * * * ἀπημοσύνη, η (Α) 1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια,… … Dictionary of Greek