Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόνις

См. также в других словарях:

  • κονίς — κονίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κόνιδα …   Dictionary of Greek

  • κονίς — eggs of lice fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κόνις — κόνῑς , κόνις dust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόνις dust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ‘΄Οσα ψάμαθός τε κόνις τε. — См. Песка морского …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κόνει — κόνις dust fem nom/voc/acc dual (attic epic) κόνεϊ , κόνις dust fem dat sg (epic) κόνις dust fem dat sg (attic ionic) κονέω raise dust pres imperat act 2nd sg (attic epic) κονέω raise dust imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνεις — κόνις dust fem nom/voc pl (attic epic) κόνις dust fem nom/acc pl (attic) κονέω raise dust imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνι — κόνις dust fem voc sg κόνῑ , κόνις dust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίδας — κονίς eggs of lice fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίδες — κονίς eggs of lice fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίδων — κονίς eggs of lice fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»