-
1 ψήκτρας
ψήκτρᾱς, ψήκτραcurry-comb: fem acc plψήκτρᾱς, ψήκτραcurry-comb: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 κνῆσμα
κνῆσμα, τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
-
3 κνησμα
-
4 обойма
το περίβλημα, ο κάλυκαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обойма
-
5 палец
1. тех. о πείρος, η περόνη 2. анат. το δάκτυλοбезымянный - παράμεσο -, ο δα-κτυλίτηςуказательный - ο λιχανός, ο δείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палец
-
6 щёткодержатель
эл. η ψηκτροθήκητο στήριγμα της ψήκτραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щёткодержатель
-
7 щёточный
επ.της βούρτσας, της ψήκτρας.
См. также в других словарях:
ψήκτρας — ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem acc pl ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηκτροθήκη — η, Ν (ηλεκτρολ.) θήκη κατάλληλη για τοποθέτηση ψήκτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήκτρα + θήκη] … Dictionary of Greek