-
1 Ίδα
Ἴδᾱ, Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc /acc dualἼδᾱ, Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ἴδᾱ, Ἴδηςmasc nom /voc /acc dualἼδηςmasc voc sgἼδᾱ, Ἴδηςmasc gen sg (doric aeolic)Ἴδηςmasc nom sg (epic)——————Ἴδαι, Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic)Ἴδαι, Ἴδηςmasc nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηςmasc dat sg (doric aeolic) -
2 ίδα
ἴ̱δᾱ, ἴδηtimber-tree: fem nom /voc /acc dualἴ̱δᾱ, ἴδηtimber-tree: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἴ̱δᾱ, ἶδοςsweat: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)——————ἴ̱δᾱͅ, ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic) -
3 ἴδᾱ
ἴδᾱ, ἡ, ion. ἴδη, s. nom. pr.; – auch als Appellativum, Waldgebirge, Waldung, χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, Her. 1, 110 u. öfter; ἴδη ναυπηγήσιμος 5, 23; ἴδαν ἐς πολύδενδρον Theocr. 17, 9.
-
4 ιδα
-
5 Ιδα
-
6 ἴδᾱ
ἴδᾱ, ἡ, auch als Appellativum, Waldgebirge, Waldung -
7 ἴδα
Βλ. λ. ίδα -
8 ἴδᾳ
Βλ. λ. ίδα -
9 Ἴδα
Βλ. λ. Ίδα -
10 Ἴδᾳ
Βλ. λ. Ίδα -
11 νεροφ(ε)ίδα
η, νερόφ(ε)ιδο τό водяная змея -
12 νεροφ(ε)ίδα
η, νερόφ(ε)ιδο τό водяная змея -
13 φυσαλ(λ)ίδα
[-ις (-ίδος)] η1) пузырь, пузырёк (воздуха); 2) волдырь -
14 φυσαλ(λ)ίδα
[-ις (-ίδος)] η1) пузырь, пузырёк (воздуха); 2) волдырь -
15 Ίδας
Ἴδᾱς, Ἴδηtimber-tree: fem acc plἼδᾱς, Ἴδηtimber-tree: fem gen sg (doric aeolic)Ἴδᾱς, Ἴδηςmasc acc plἼδᾱς, Ἴδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
16 Ἴδας
Ἴδᾱς, Ἴδηtimber-tree: fem acc plἼδᾱς, Ἴδηtimber-tree: fem gen sg (doric aeolic)Ἴδᾱς, Ἴδηςmasc acc plἼδᾱς, Ἴδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
17 ιδ'
ἰδέ, ἰδέand: indeclform (adverb)ἰδέ, ἰδέand: epic (indeclform conj)——————Ἴδαι, Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic)Ἴδα, Ἴδηςmasc voc sgἼδα, Ἴδηςmasc nom sg (epic)Ἴδαι, Ἴδηςmasc nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηςmasc dat sg (doric aeolic)——————ἴδε, εἶδονsee: aor imperat act 2nd sgἴδε, εἶδονsee: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἴ̱δᾱͅ, ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic)ἴδε, ἰδέand: indeclform (adverb) -
18 Κρονίδας
Κρονῐδας (-ίδα, -ίδαο, -ίδᾳ, -ίδα; -ιδᾶν, -ίδαις, -ίδαι.)1 son of Kronos Zeus,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.43
“ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (v. Νεῖλος) P. 4.56Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ P. 4.171
μάλιστα μὲν Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν, θεῶν σέβεσθαι P. 6.23
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.23
καρτερόβρεντα Κρονίδα fr. 155. Cheiron, “ Κρονίδᾳ Χίρωνι” P. 4.115παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.47
pl., Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν (ἀντὶ τοῦ φερτάτου Κρονίδου· Διὸς γὰρ Λοκρὸς ὁ πρόγονος αὐτῶν. Σ.) O. 9.56εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.25
Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118
ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (Zeus & Poseidon) I. 8.45 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ' Αἰολάδᾳ εὐτυχίαν τετάσθαι the gods Παρθ. 1. 12. -
19 Ίδαι
Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic)Ἴδηςmasc nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηςmasc dat sg (doric aeolic) -
20 Ἴδαι
Ἴδηtimber-tree: fem nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηtimber-tree: fem dat sg (doric aeolic)Ἴδηςmasc nom /voc plἼδᾱͅ, Ἴδηςmasc dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἴδα — Ἴδᾱ , Ἴδη timber tree fem nom/voc/acc dual Ἴδᾱ , Ἴδη timber tree fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἴδᾱ , Ἴδης masc nom/voc/acc dual Ἴδης masc voc sg Ἴδᾱ , Ἴδης masc gen sg (doric aeolic) Ἴδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… … Dictionary of Greek
Ἴδᾳ — Ἴδαι , Ἴδη timber tree fem nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) Ἴδαι , Ἴδης masc nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίδα — Ημιορεινόςοικισμός(υψόμ.190μ.,735κάτ.)στην πρώηνεπαρχίαΑλμωπίαςτουνομούΠέλλης.Βρίσκεται στα ΒΑ της Αριδαίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξαπλατάνου … Dictionary of Greek
ἴδα — ἴ̱δᾱ , ἴδη timber tree fem nom/voc/acc dual ἴ̱δᾱ , ἴδη timber tree fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱δᾱ , ἶδος sweat neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδᾳ — ἴ̱δᾱͅ , ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαυκίς/-ίδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Γριά της Φρυγίας, που μαζί με τον σύζυγό της Φιλήμονα φιλοξένησαν τον Δία και τον Ερμή, που γύριζαν την οικουμένη ως κοινοί θνητοί για να τη γνωρίσουν. Το ζευγάρι ήταν το μόνο, απ’ όλους τους κατοίκους της Φρυγίας, που δέχτηκε … Dictionary of Greek
πυξίς (-ίδα) — Π. ονομαζόταν αρχικά στην αρχαία Ελλάδα,το μικρό κουτί από ξύλο πύξου που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για να αποθηκεύουν και να διατηρούν τις αλοιφές τους. Αργότερα ονομαζόταν έτσι κάθε είδους κιβώτιο που χρησίμευε για την τοποθέτηση κοσμημάτων… … Dictionary of Greek
τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… … Dictionary of Greek
Χλωρίς (-ίδα) — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά της βλάστησης, ιδιαίτερα των λουλουδιών, που τη θεωρούσαν κόρη της Περσεφόνης. Οι Λατίνοι την μετονόμασαν σε Φλόρα. Στους ελληνιστικούς χρόνους οφείλεται ο μύθος του έρωτά της στον Ζέφυρο. 2. Κόρη του Αμφίωνα… … Dictionary of Greek
Ἴδας — Ἴδᾱς , Ἴδη timber tree fem acc pl Ἴδᾱς , Ἴδη timber tree fem gen sg (doric aeolic) Ἴδᾱς , Ἴδης masc acc pl Ἴδᾱς , Ἴδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)