-
1 κλεισις...
κλεῖσις...κλῇσις, κλεῖσις- εως ἥ [κλείω I]1) запирание(τῶν λιμένων Thuc.)
2) запор, преграда, заграждение(λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.)
-
2 κλείσις
-
3 κλεῖσις
-
4 κλεῖσις
-
5 κλεισις
-
6 κλεῖσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεῖσις
-
7 κλεῖσις
κλεῖσις, ἡ, die Verschließung -
8 σύγ-κλεισις
σύγ-κλεισις, ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.
-
9 κατά-κλεισις
κατά-κλεισις, ἡ, das Zuschließen, Sp.
-
10 ἀπό-κλεισις
ἀπό-κλεισις, ἡ, att. ἀπόκλῃσις, das Abschließen, Versperren, Thuc. 4, 85. 6, 99 u. Sp.
-
11 κλείσει
κλείω 1shut: aor subj act 3rd sg (epic)κλείω 1shut: fut ind mid 2nd sgκλείω 1shut: fut ind act 3rd sgκλεί̱σει, κλεῖσιςfem nom /voc /acc dual (attic epic)κλεί̱σεϊ, κλεῖσιςfem dat sg (epic)κλεί̱σει, κλεῖσιςfem dat sg (attic ionic)κλῄζω 1make famous: aor subj act 3rd sg (epic doric)κλῄζω 1make famous: fut ind mid 2nd sg (doric)κλῄζω 1make famous: fut ind act 3rd sg (doric)κλεΐσει, κλῄζω 1make famous: aor subj act 3rd sg (epic doric) -
12 κλείσεις
κλείω 1shut: aor subj act 2nd sg (epic)κλείω 1shut: fut ind act 2nd sgκλεί̱σεις, κλεῖσιςfem nom /voc pl (attic epic)κλεί̱σεις, κλεῖσιςfem nom /acc pl (attic)κλῄζω 1make famous: aor subj act 2nd sg (epic doric)κλῄζω 1make famous: fut ind act 2nd sg (doric)κλεΐσεις, κλῄζω 1make famous: aor subj act 2nd sg (epic doric) -
13 κλείση
κλεί̱ση, κλεῖσιςfem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————κλείω 1shut: aor subj mid 2nd sgκλείω 1shut: aor subj act 3rd sgκλείω 1shut: fut ind mid 2nd sgκλεί̱σηι, κλεῖσιςfem dat sg (epic)κλῄζω 1make famous: aor subj mid 2nd sg (doric)κλῄζω 1make famous: aor subj act 3rd sg (doric)κλῄζω 1make famous: fut ind mid 2nd sg (doric)κλεΐσῃ, κλῄζω 1make famous: aor subj mid 2nd sg (doric)κλεΐσῃ, κλῄζω 1make famous: aor subj act 3rd sg (doric) -
14 κλῇσις
-
15 αποκλεισις
атт. ἀπόκλῃσις - εως ἥ запирание, преграждениеἡ ἀ. τινός τῶν πυλῶν Thuc. — запирание ворот перед кем-л. или от кого-л.
-
16 κλησις
I.- εως ἥ [καλέω]1) зовἐκάλεσέ με καὴ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. — он окликнул меня и, окликнув, пошутил
2) приглашение(εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.)
3) призыв о помощи Polyb.4) вызов в судἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. — освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней;
ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. — прекращать судебное преследование5) (при)звание, поприще(ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT.)
6) название, наименование Plat., Anth.7) именительный падеж(αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.)
8) грам. родовая форма(ἄρρενος κ. Arst.)
θηλείας или θήλεος κ. Arst. — форма женского рода;σκεύους κ. Arst. — средний родII.κλῇσις, κλεῖσις- εως ἥ [κλείω I]1) запирание(τῶν λιμένων Thuc.)
2) запор, преграда, заграждение(λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.)
-
17 ξυγκλεισις
староатт. ξύγκλῃσις - εως ἥ1) запирание, смыкание(συναφέ καὴ σ. Arst.)
ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. — плотность сомкнутых рядов2) pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut. -
18 συγκλεισις
староатт. ξύγκλῃσις - εως ἥ1) запирание, смыкание(συναφέ καὴ σ. Arst.)
ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. — плотность сомкнутых рядов2) pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut. -
19 κλείσιν
-
20 κλεῖσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλείσις — κλεῑσις, ή (AM Α αττ. τ. κλῇσις) [κλείω (Ι)] η ενέργεια τού κλείνω, κλείσιμο, κλείδωμα μσν. κλεισώρεια*, κλεισούρα, στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, δερβένι («ἐν τῇ κλείσει τῶν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς ὀρῶν», Γ. Ακροπ.) … Dictionary of Greek
κλεῖσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεῖσιν — κλεῖσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείσει — κλείω 1 shut aor subj act 3rd sg (epic) κλείω 1 shut fut ind mid 2nd sg κλείω 1 shut fut ind act 3rd sg κλεί̱σει , κλεῖσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλεί̱σεϊ , κλεῖσις fem dat sg (epic) κλεί̱σει , κλεῖσις fem dat sg (attic ionic) κλῄζω 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείσεις — κλείω 1 shut aor subj act 2nd sg (epic) κλείω 1 shut fut ind act 2nd sg κλεί̱σεις , κλεῖσις fem nom/voc pl (attic epic) κλεί̱σεις , κλεῖσις fem nom/acc pl (attic) κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (epic doric) κλῄζω 1 make famous fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήσις — κλῇσις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κλείσις … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
κολπόκλειση — η ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση τού κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, τής πρόπτωσης τής μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo (< κόλπος) + cleisis (< κλεῖσις < κλείω)] … Dictionary of Greek
κλεισίων — κλείω 1 shut fut part act masc nom sg (doric) κλεῑσίων , κλεῖσις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) κλεισίον outhouse neut gen pl κλῄζω 1 make famous fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείσεως — κλεί̱σεω̆ς , κλεῖσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείση — κλεί̱ση , κλεῖσις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)