-
41 διθύραμβος
1 dithyramb ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) O. 13.19 πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., ὥσπερ διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. test.,Σ O. 13.25
c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (= τοῦ Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον οὕτω νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. & test. -
42 ἐρίζω
1 struggle, contest abs.,ἐν δρόμοις Πέλοπος ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.95
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι I. 5.4
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ (Benedictus: ἔρισας cod.) I. 8.27 c. acc. cogn.,ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων Pae. 6.87
οὐ ψεῦδος ἐρίξω ? strive in falsehood fr. 11. c. dat., ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (sc. φθόνος) N. 8.22Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
c. πρός, ἀντία, against,οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
-
43 ἕτερος
a another, any otherἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
pro subs., another, others,ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37b the other, remainder ofἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96
c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*] -
44 πάρφαμι
1 speak, utter insincerely πολλὰγάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.32
c. acc.ἐκέλευσεν χεῖρας ἀντεῖναι, θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66
“καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9.43
-
45 χρώς
χρώς, ὁ, gen. χρωτός, dat. χρωτί, acc. χρῶτα ([dialect] Att. χρώ only in Choerob.in Theod.1.248H.): [dialect] Ep. and [dialect] Ion.gen. χροός, dat. χροΐ, acc. χρόα (also in Lesbian, Sapph.Supp.10.6, al.), as always in Hom.and Hes., exc. gen. χρωτός in Il.10.575, acc.Aχρῶτα Od.18.172
, 179, Hes. Op. 556; Emp. uses χρωτός, 76.3 (butχροΐ 100.17
); Pi. uses χρωτί, χρῶτα, P.1.55, I.4(3).23(41); these forms are freq. in Trag., but [dialect] Ion. dat. χροΐ occurs in S.Tr. 605, and χροός, χροΐ, χρόα are freq. in E., Hec. 548, Med. 1175, Ph. 264, al.:—dat. χρῷ occurs in the phrase ἐν χρῷ v. infr.1.2 and in Sapph.2.10.—rare in Com.and [dialect] Att. Prose.I of the human body, skin or flesh,οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510
; ;χρῶτ' ἀπονιψαμένη Od.18.172
; ;ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ 13.501
; λιλαιοένη χροὸς ἆσαι, of a spear, 21.168;κακὰ χροΐ εἵματ' ἔχοντα Od.14.506
;χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10
;μύροις χρῶτα λιπαίνων Anaxil.18.1
(anap.): esp. flesh, opp. bone,φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόφι χρώς Od.16.145
;οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται Il.24.414
, cf. 19.33 (which usage is said by Gal. to have been Ionic, 18(2).435, with reference to Hp.Fract.9);τὸ δέρμα τοῦ χρωτός LXX Le.13.11
, etc.;τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει Aristox.Fr.Hist.84
: generally, one's body, frame, Pi.P.1.55, A.Fr.192.6 (anap.);χριμφθῆναι χροΐ Id.Supp. 790
(lyr.);στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ.. πέπλους E. Ba. 821
, cf. S.Tr. 605: pl.,διὰ τί.. οἱ χρῶτες ὄζουσι; Arist.Pr. 877b21
; alsoκατεδήσαντο.. τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι D.H.9.50
.2 ἐν χροΐ, or ἐν χρῷ, close to the skin, ἐν χροΐ κείρειν to shave close, Hdt.4.175;ἐν χρῷ κεκαρμένοι X.HG1.7.8
;ἐν χρῷ κουριῶντας Pherecr. 30
:—metaph., to the quick,ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο S.Aj. 786
; ἐν χρῷ παραπλεῖν sail past so as to shave or graze, Th.2.84; τὴν μάχην συνάψαι ἐν χρῷ to fight at close quarters, Plu.Thes.27; ἡ ἐν χρῷ συνουσία close acquaintance, Luc.Ind.3: c. gen., ἐν χρῷ τινος close to, hard by a person or thing, τοῦ θώρακος (v.l. σώματος) Plu.2.345a; τῆς γῆς ib. 925b, Luc.Herm.5: abs., near at hand,Id.
Hist.Conscr.24, al.; cf. EM313.53, Hsch.II the colour of the skin, complexion,μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il.5.354
; τρέπεται χ. his colour changes, i. e. he turns pale, 13.279, cf. 17.733;ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529
;χρόα.. ἀμείβειν Parm.8.41
;μεθίστη χρωτὸς.. φύσιν E. Alc. 174
; μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός Ion Trag.36; τί χρὼς τέτραπται; (paratrag.) Ar.Lys. 127; φεῦγε δ' ἀπὸ χρώς Theocr.23.13; rare in [dialect] Att. Prose,ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν X.Smp.4.54
, cf. Oec.10.5: in [dialect] Ion. Prose, of the colour of a finger,χροΐ δῆλα Pherecyd.Syr.
ap.D.L.1.118 (v.l. χρωΐ, cf. Vorsokr.5i.44).2 generally, colour,ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ A.Pers. 317
;τὸν χρῶτα [μεταβάλλει] ὁ χαμαιλέων Arist.Mir. 832b14
;χρὼς αἵματος Orph.L. 660
. -
46 ἅμιλλα
1 competition, contestὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.12
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.6
πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.50
-
47 ἀναπίτναμι
a throw openχρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
b med., fall on one's back μῆτιν δ' ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος. ἔοικε δὲ διδάσκειν αὐτοῦ τὸ πάλαισμα ὡς χαμαὶ κειμένου καὶ τὸν μείζονα τέχνῃ νενικηκότος· καὶ γὰρ ἡ ἀλώπηξ ὑπτία τοῖς ποσὶν ἀμύνεται, τὰ μὲν συμβαλλομένη, τὰ δὲ ἀμύσσουσα. Σ.) I. 4.47 -
48 δόμος
1 house, homea of deities. of the temple of Apollo: ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (Wil.: τεόν τε δόμον codd.: πρόδομον Schr.: γε δόμον Mosch.) P. 7.11 θεοῦπαρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
of Hades:μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
εἰς Ἀίδα δόμον P. 3.11
of Olympos: “ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88b of mortals.Πύρρα Δευκαλίων τε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.44
Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους i. e. Cyrene P. 5.29ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.34
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19
]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4. pl. pro sing. σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ, Ζεφυρία πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει. P. 2.18 “ λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.117θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
Φιλύρας ἐν δόμοις in Cheiron's cave N. 3.43καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους ἦλθ ἀνήρ I. 4.52
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις dwellings, city fr. 172. 7.2 met., house, familyΘέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
[ σεμνὸν αἰνήσειν δόμον (v. 1. νόμον) N. 1.72] -
49 ὅμως
1 none the lessὅμως δὲ O. 10.9
[ ὅμως ὦν ( ὁμοίως Leutsch e Σ.) O. 11.10]ἀλλ' ὅμως P. 1.85
ὅμως μὰν P. 2.82
“ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν ὅμως” P. 4.140καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.51
] δ' ὅμως ε[ fr. 169. 33. καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4. -
50 ὅταν
1 whenever c. subj.πῆμα θνᾴσκει, ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ὄλβον O. 2.21
καὶ ὅταν εἰς Ἀίδασταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται, ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.91
πιθέσθαι κελήσατό μιν, ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ, θέμεν βωμόν O. 13.80
τίθησι ὅταν καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.10
ἐν πάντα δὲ νόμον, εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
ὁ πλοῦτος εὐρυσθενής, ὅταν τις ἀνάγῃ P. 5.2
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν P. 8.96
καὶ γὰρ ὅταν θεοὶ ἀντιάζωσιν, βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.47
-
51 ὠκυδίνατος
ὠκῠδῑνᾱτος, -ον1 swiftly wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται ( ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) I. 5.6 -
52 θην
θην, enclit. Particle (A.D.Conj.257.9) chiefly [dialect] Ep. and [dialect] Dor., rare in Trag., A.Pr. 928:—A in truth, I ween, freq. ironical,λείψετέ θ. νέας Il. 13.620
;ὥς θ. καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος 17.29
, cf. 21.568; strengthd., ἦ θ. in very truth, 11.365, 13.813; οὔ θ. surely not, 2.276, Od.5.211; [full] οὔθ. δή 3.352
; καὶ γάρ θ. Il.21.568: coupled with γα, Epich.34, Sophr. 24: freq. in Theoc., 1.97, al.; once in Call., Aet.Oxy.2079.46. -
53 μοναρχία
A monarchy, government by a single ruler, Alc.Oxy. 1789 Fr.12, A.Th. 883 (lyr., pl.), Hdt.3.82;λαβὼν χώρας παντελῆ μ. S.Ant. 1163
, etc.; καὶ γὰρ κατέστησ' αὐτὸν (sc. τὸν δῆμον)εἰς μοναρχίαν E.Supp. 352
; ; including βασιλική and τυραννική, Pl.Plt. 291e: in pl.,οἱ ἐν ταῖς μ. ὄντες Isoc.2.5
, cf. Arist.Pol. 1311a24, 1279a33, Rh. 1365b37; of the Roman Dictator, Plu.Caes.37; supreme command, of a general, X.An.6.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναρχία
-
54 ἀάω
ἀάω, [dialect] Ep. Verb (twice in Trag., v. infr.), used by Hom. in [tense] aor. [voice] Act. ἄᾰσα ( ᾱᾱσαν Od.10.68, later ᾰᾱσε prob. in Matro Conv.29) [var] contr. ἆσα, [voice] Med. ἀᾰσάμην (ἀᾱσατο,A v.l. ἀάσσατο, Il.9.537) [var] contr. ἀσάμην, [voice] Pass. ἀάσθην: [tense] pres. only in [ per.] 3sg. [voice] Med.ἀᾶται Il.19.91
:—hurt, damage, always in reference to the mind, mislead, infatuate, of the effects of wine, sleep, divine judgements, etc., ;ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ.. οἶνος 11.61
;φρένας ἄασε οἴνῳ 21.297
; of love, θαλερὴ δέ μιν ἄασε Κύπρις Epic. ap.Parth.21.2; inf. ; part. :—[voice] Med.,Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91
:—[voice] Pass.,Ἄτης, ᾗ πρῶτον ἀάσθην Il. 19.136
, cf. Hes.Op. 283, h.Cer. 258.II Intr. in [tense] aor. [voice] Med., to be infatuated, act foolishly,ἀασάμην Il.9.116
, etc.; ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ ib. 537, 11.340; , Aristarch., v.l. Ζῆν' ἄσατο (sc. Ἄτη), cf. Sch.Ven. ad loc.;εἴ τί περ ἀασάμην A.R.1.1333
;ἀασάμην.. ἄτην 2.623
. (ἀϝάω, cf. ἀτάω.) -
55 ἄθλιος
ἄθλιος, α, ον, also ος, ον E.Alc. 1038, etc., [dialect] Att. [var] contr. from ἀέθλιος: ([etym.] ἄεθλον, ἆθλον):—lit.II metaph., struggling, unhappy, wretched, miserable (this sense only in [dialect] Att. form ἄθλιος), freq. of persons, A.Th. 922, etc.: [comp] Comp. , 1204: [comp] Sup. :—also of states of life,ἄ. γάμοι A.Th. 779
; βίος, τύχη, E.Heracl. 878, Hec. 425:—of that which causes wretchedness, ;S.
OC 753, cf. El. 1140; . Adv.,τὸν ἀθλίως θανόντα S.Ant.26
, cf. E.HF 707, etc.2 in moral sense, pitiful, wretched, Lys.32.13, D.10.43; τίς οὕτως ἄ. ὅστις .. ; Id.21.66; καὶ γὰρ ἂν ἄ. ἦν, εἰ .. ib.191.3 without any moral sense, wretched, sorry,θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph. 1603
;ἄ. ζωγράφος Plu.2.6f
. Adv. - ίως καὶ κακῶς with wretched success, D.18.145;ζῆν ἀ. Philem.203
. -
56 ὠρύομαι
ὠρύομαι mid. dep. fut. 3 sg. ὠρύσεται Hos 11:10 (Pind., Hdt. et al.; LXX) to roar of lions (Apollon. Rhod. 4, 1339; Dio Chrys., Or. 77 + 78 §35; Judg 14:5; Ps 21:14; Jer 2:15; Philo, Somn. 1, 108.—What drives them to it is hunger: Hesych., ὠρυομένων of wolves and lions) 1 Pt 5:8. καὶ γὰρ ὠρύετο πικρῶς καὶ ἐμβρ[ιμῶς] for (the lion) roared fiercely and furiously AcPl Ha 2, 7.—DELG. M-M. -
57 ἀγνώς
1 ignorant (always negatived) c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἷσαν δωρήσεται, οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν.” P. 9.58καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30
[ οὐκ ἀγνῶτ' ἀείδω (v. l. ἄγνωτ) I. 2.12] -
58 ἑκών
ἑκών (ἑκών, -όντος, -όντι; -όντες; -όντι)1 willing, readyὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.29
ἑκὼν ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96
“ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν P. 4.181
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
“ τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν P. 8.67
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος N. 6.57
-
59 θαυμαστός
a of persons.Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός P. 2.47
ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Αἰήτας) P. 4.241b of things. “ θαυμαστὸς ὄνειρος” P. 4.163ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
θαυμαστὸν ὕμνον I. 4.21
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες θαυμασταὶ πέλονται (“eine der häufigen Umschreibungen für ‘siegen’, Schadewaldt, 271̆{1}) I. 5.6 -
60 ἰαίνω
1 cheer, delightὦ Κρόνιε παῖ, ἰανθεὶς ἀοιδαῖς εὔφρων σφίσιν κόμισον O. 2.13
ὡς ἂν σεμνὰν θυσίαν θέμενοι πατρί τε θυμὸν ἰναιεν κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι P. 1.11
ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.90
λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 20.
См. также в других словарях:
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καί γάρ τό είϑισμένού ὥσπερ πεφυκός ἥδη γίγνεται. — См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Καρκίνος ἔμμορε τιμῆς. — Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Κ(κ)αρκίνος ἔμμορε τιμῆς. См. На безрыбьи и рак рыба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. — ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. См. Где страх, тут и благочестие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) … Dictionary of Greek