-
1 ἀναπίτναμι
a throw openχρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
b med., fall on one's back μῆτιν δ' ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος. ἔοικε δὲ διδάσκειν αὐτοῦ τὸ πάλαισμα ὡς χαμαὶ κειμένου καὶ τὸν μείζονα τέχνῃ νενικηκότος· καὶ γὰρ ἡ ἀλώπηξ ὑπτία τοῖς ποσὶν ἀμύνεται, τὰ μὲν συμβαλλομένη, τὰ δὲ ἀμύσσουσα. Σ.) I. 4.47 -
2 διαπίτναμι
1 throw open cf. ἀναπίτναμι. διαπεπ[τ]α[νται (sc. πύλαι ?: supp. Sandys) Δ. 2. 4. -
3 ἴσχω
a have, bring with oneἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
σοφίαν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει (v. l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v. l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.b restrain ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v. l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) I. 4.47
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский