-
1 κατα-δαπάνη
κατα-δαπάνη, ἡ, Aufwand, Verwendung, Sp.
-
2 καταδαπάνη
κατα-δαπάνη, ἡ, Aufwand, Verwendung -
3 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
4 δάπτω
Grammatical information: v.Meaning: `devour, consume' (Il.).Other forms: Aor. δάψαιDerivatives: δαπάνη `cost, expenditure' (Hes. Op. 723; cf. σκάπτω: σκαπάνη) with deriv. δαπάνυλλα (Corc.; s. Leumann Glotta 32, 219 A. 3); δαπανηρός `lavish' (Pl.) with δαπανηρία Arist.); denomin. δαπανάω `spend, consume' (Hdt.) with δαπάνημα (X.), δαπάνησις (Aristeas) and δαπανητικός `consuming' (S.); δαπανητής EM; postverbal δάπανος = δαπανηρός (Th.); isolated δαπανούμενα (Andania Ia) as if from δαπανόω or - έω. - δάπτης `eater' (Lyc.), unless δάπ-της; from aoriststem δαψ- with λ-Suffix δαψ-ιλής `abundant' (Ion., Arist.; δαψιλός Emp., prob. older, Solmsen IF 31, 461ff.) with δαψίλεια (Arist.) and δαψιλεύομαι (LXX). - On δαρδάπτω s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: If one assumes for δάπ-τω a root δαπ-, this is found in Lat. daps `(sacrifice)meal', also in Toch. pret. tāp- `eat' (Fraenkel IF 50, 7); the ν-suffix in δαπάνη has been compared with Lat. damnum `expenditure, loss' and ONo. tafn `sacrificial animal, meal', which could be IE * dap-no-m, as also Arm. tawn `feast' (\< * dap-ni-). One might include Skt. dāpayati `divide'. - In spite of the relatives, δαπ(τ)-\/ δαψ- rather seems Pre-Greek. - Lat. dapinō is LW [loanword] from δαπανάω.Page in Frisk: 1,348Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάπτω
-
5 ὑπερβάλλω
A- βαλέω Od.11.597
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2ὑπειρέβαλον Il.23.637
:— throw over or beyond a mark, overshoot,ὑπέρβαλε σήματα πάντων Il.23.843
; τόσσον παντὸς ἀγῶνος (sc. σήματα) ὑπέρβαλε ib. 847; δουρὶ ὑ. Φυλῆα beat him in throwing with it, ib. 637.2 ὅτε μέλλοι ἄκρον [ λόφον] ὑπερβαλέειν force the stone over the top, Od. l.c.3 intr., run beyond, overrun the scent, of hounds, X.Cyn.6.20.II in various metaph. senses:1 outdo, excel, surpass, overpower,δέδοικα μὴ πρὶν πόνοις ὑπερβάλῃ με γῆρας E.Fr.453.5
(lyr.): c. gen., Pi.Fr.33; .2 go beyond, exceed, ;ὑ. πόσιος μέτρον Thgn.479
;τὴν τοῦ μετρίου φύσιν Pl.Plt. 283e
;ὑ. τὰ ἱκανά X.Hier.4.8
: of Time,ὑ. ἑκατὸν ἔτεα
exceed years, in age, Hdt.3.23; ὑ. τὰς τρεῖς ἡμέρας delay longer than.., Hp.VC14; ὑ. τὸν χρόνον exceed the time, i. e. be too late, X.HG5.3.21; ὑ. τὸν καιρόν exceed reasonable bounds, Democr.235, D.23.122: in number, intensity, etc.,ἡδοναὶ ὑ. λύπας Pl.Lg. 734b
, cf. Prt. 356b ([voice] Pass.): c. dat. modi, exceed one in..,πάντας ἀνθρώπους τόλμῃ καὶ μιαρίᾳ X.HG7.3.6
;ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι D.18.275
: abs.,ὑ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg. 945c
.b c. gen. pro acc.,ἆρα λύπῃ ὑ. τὸ ἀδικεῖν τοῦ ἀδικεῖσθαι; Id.Grg. 475c
, cf. Lg. 734a;ὑ. τῆς συμμετρίας Arist.Pol. 1284b8
, cf. HA 503b22.3 abs., exceed, αἱ μέσαι ἕξεις πρὸς μὲν τὰς ἐλλείψεις ὑπερβάλλουσι compared with their defects are in excess, Id.EN 1108b17; exceed all bounds, A. Pers. 291, E.Ba. 785, Th.7.67, Pl.Tht. 180a; οὐχ ὑπερβαλών keeping within bounds, Pi.N.7.66;μή νυν ὑπέρβαλλ', ἀλλ' ἐναισίμως φέρε E. Alc. 1077
: c. dat. modi,ὑ. τῇ μοχθηρίᾳ Ar.Pl. 109
;ἀδυναμίᾳ τοῦ δοξάσαι Pl.Tht. 192c
, cf. X.Mem.4.3.7;ἀνοίᾳ D.8.16
.b freq. in part. ὑπερβάλλων, ουσα, ον, exceeding, excessive,ὑ. δαπάνη X.Hier.11.2
; ἡδονή, ἔπαινοι, Pl.R. 402e, Phdr. 240e;θεάματα ταῖς δαπάναις ὑ. Isoc.4.45
, cf. Pl.Lg. 899a; οἱ ὑπερβάλλοντες, opp. οἱ καταδεέστεροι, Isoc.9.13;τὰ ὑ.
an over-high estate,E.
Med. 127 (anap.);φεύγειν τὰ ὑ. ἑκατέρωσε
extremes,Pl.
R. 619a; τὸ ὑ. αὐτῶν such part of them as goes beyond that, Th.2.35; οἱ ὑ. [ λόγοι], title of work by Thrasymachus (Fr. 7), perh. overpowering arguments.4 overbid or outbid at auction,ἀλλήλους Lys.22.8
, POxy.1633.5 (iii A. D.); τὸ ὑπερβάλλον the overbid, PPetr.3p.195 (iii B. C.): abs., go on further and further, in making offers, προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων he went on bidding more and more, Hdt.5.51;ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων Th.8.56
, cf. And.1.133:— [voice] Pass.,ἕνεκα τοῦ-βεβλῆσθαι τὴν οἰκίαν POxy.513.25
(ii A. D.); v. infr. B. 1.3.5 Adv. exceedingly,Pl.
R. 492b, Epicur. Nat.2.2, SIG685.36 (Crete, ii B. C.), Phld.Lib.p.7O., 2 Ep.Cor.11.23; written ὑπερβαλόντως in IG12(7).410.12 ([place name] Amorgos); opp. μετρίως, Isoc.1.28.III pass over, cross mountains, rivers, and the like , ; ; ;τὰς Ἄλπεις εἰς τὴν Ἰταλίαν Str.7.2.3
: c. gen., (where Dobree suggested θριγκοὺς τούσδ'): metaph., surmount,τάσδ' ὑ. τύχας Id.Alc. 795
.c abs., cross over,ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην Hdt.8.137
, cf. X.An.4.6.10; πρὸς τοὺς Θρᾷκας ib. 7.5.1; κατὰ λόφους τινάς ib.6.5.7.2 of water, run over, beat over, c. gen., ; of rivers, overflow,τὰς ἀρούρας Hdt.2.111
: abs., of a kettle, boil over, Id.1.59; of the sea,ἢν δ' ὑπερβάλῃ.. πόντος E.Tr. 691
.3 of the sun, to be very hot, Hdt.4.184.4 exceed, i. e. overlap, a base, Euc.6.29; cf. ὑπερβολή IV.—Note, the case that follows is almost always the acc.; the gen. occurs in a few exceptional instances, v. supr. 11.2 b, 111.1 and 2.B [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., = A. 11, outdo, overcome, conquer, τινα Hdt.5.124, Ar.Eq. 758 (lyr.), Nu. 1035;τὴν βασιλέος δύναμιν Hdt.8.24
;μάχῃ ὑ. τινά E.Or. 691
;φίλτροις ὑ. τινά S.Tr. 584
, cf. Ar.Eq. 413: abs., to be conqueror, Hdt.6.9, 7.168.2 exceed, surpass, τινα D.19.342, etc.;τοὺς ἀπ' αἰῶνος OGI542.11
(Ancyra, ii A. D.);πάντας τῷ ὕψεϊ καὶ τῷ μεγάθεϊ Hdt.2.175
, cf. 110;τινὰ ἀναιδείᾳ Ar. Eq. 409
; θωπείαις ib. 890; ;ἔν τινι Str.1.1.2
.bδόσι χρημάτων ὑ.
surpass all,Hdt.
1.61;ἀρετῇ Id.9.71
; ὑπερβαλλόμενος πλήθεϊ with overpowering numbers, Id.3.21: [tense] pf. part. [voice] Pass., ὑπερβεβλημένη γυνή an excellent, surpassing woman, E.Alc. 153;φύσις ὑπερβεβλ. Pl.R. 558b
;ταφῆς τῆς μὲν ὑπερβεβλ., τῆς δὲ ἐλλειπούσης Id.Lg. 719d
: c. gen.,γόγγροι τῶν παρ' ἡμῖν ὑπερβεβλ. κατὰ τὸ μέγεθος Str.3.2.7
.II put off, postpone,τὴν ἀπόδοσιν Hdt.4.9
;τὴν συμβολήν Id.9.45
;εἰς ἄλλον καιρόν Phld.Rh.1.223S.
; but ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέραν.. συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι if they let that day pass without fighting, Hdt.9.51: abs., delay, linger, Id.3.71,76, 7.206;εἰς αὖθις ὑπερβαλέσθαι Pl.Phdr. 254d
, cf. Arist.Rh.Al. 1420a8, 1438b6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβάλλω
-
6 σύν-ταξις
σύν-ταξις, εως, ἡ, Zusammenordnung, -stellung, Anordnung, ξύμπασαν τὴν διακόσμησιν καὶ σύνταξιν, Plat. Tim. 24 c. Daher Ordnung, Stellung, Stand, εἰς μίαν σύνταξιν τὴν τοῦ ἄρχοντος, Rep. V, 462 c; ἡ τῶν ὅλων σύνταξις, die Weltordnung. – Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten; Thuc. 6, 42; σύνταξιν ποιεῖσϑαι, Xen. Cyr. 2, 4, 1; geordnete Schaar, 8, 1, 14; Pol. 1, 21, 10 u. öfter; Schlachtordnung; σύνταξις Ἑλληνική, ein aus allen Hellenischen Bundesstaaten zusammengesetztes Heer, Plut. Aristid. 21; vgl. ἡ εἰς τοὺς μυρίους σ., Xen. Hell. 5, 2, 37, wie σύνταγμα. – b) das Zusammensetzen, Abfassen eines Buches, die Schrift, Abhandlung, ἡ τῶν καϑόλου πραγμάτων σύνταξις Pol. 1, 4, 2, u. öfter αἱ πρὸ τοῦ συντάξεις, die frühern Bücher. – c) bei den Gramm. die Wortfügung, die Lehre von der sprachrichtigen Verbindung der Wörter unter einander zu ganzen Sätzen, die Syntax. – d) Verabredung, Vertrag, Vergleich; Dem. 58, 37; Pol. 5, 3, 3; τὰ χρήματα τὰ κατὰ τὰς συντάξεις ὁμολογηϑέντα, 5, 95, 1. – e) eine auferlegte Abgabe an die Staatskassen, ein in Athen von Kallistratos eingeführter milderer Ausdruck für φόρος, Harpocr.; vgl. Xen. Ath. 3, 5 u. Aesch. 3, 96; ὑποτελεῖν, Isocr. 7, 2; σύνταξιν τελεῖν τινι, Pol. 22, 27, 2, Tribut; – dah. Einkommen, σύνταξιν κατασκευάζειν τῇ πόλει, Dem. 5, 13. – f) der Sold, die Löhnung der Soldaten, milderer Ausdruck für μισϑός, οὔτε τὰς συντάξεις Διοπείϑει δίδομεν, Dem. 8, 22; D. Sic.; auch Pension, Jahrgeld, Plut. Alex. 21; καὶ δαπάνη, Lucull. 2, u. a. Sp.; vgl. Schaefer D. Hal. de C. V. p. 363.
-
7 εις
I.1) ( направление в пространстве) в, на, до, к(ἐρύσαι νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἐμβαλεῖν τι εἴς τι Soph.)
ἐμβαλεῖν εἰς τέν Ἀττικήν Xen. — вторгнуться в Аттику;πέμπειν εἴς τινα Hes., Thuc., Xen.; — послать к кому-л.;εἰς ἐλάτην ἀναβῆναι Hom. — взобраться на сосну;εἰς τὸ πεδίον καταβῆναι Xen. — спуститься на равнину;ἐς πατρὸς (sc. οἶκον) ἀπονέεσθαι Hom. — возвращаться в отчий дом;εἰς Ἀθηναίης (sc. ἱερόν) Hom. — в храм Афины;ἐς τὸν δῆμον λέγειν Thuc. — говорить (обращаясь) к народу;γράμματα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας Xen. — письмо было перехвачено и доставлено в Афины;εἰς (τὸ) πρόσθεν Soph., Plat., Arst.; — вперед;εἰς τὸν οὐρανὸν ἅλλεσθαι Xen. — прыгать до неба;παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα Xen. — призывать к оружию;εἰς (τὸ) ὀρθόν Arst. — в прямом направлении, прямо;συνελθεῖν εἰς ἕν Arst. — свестись к одному, слиться воедино;τῆς γεφύρης τὸ ἐς τέν Σκυθικέν ἔχον Her. — обращенная к Скифии часть моста;ἥ εἰς Βοιωτοὺς ὁδός Xen. — дорога в Беотию2) (редко - местонахождение, преимущ. в результате глаголов движения) в, наφανήμεναι εἰς ὁδόν Hom. — показаться на дороге;
παρεῖναι εἰς τὸν ἀριθμόν Xen. — присутствовать на перекличке;μετὰ τούτους ὁρᾶται χερσόνησος καὴ λιμέν εἰς αὐτήν Diod. — за этими (песчаными холмами) виден полуостров и в нем залив3) ( направление во времени)ἐς ἠῶ Hom. — до зари;εἰς ἕω Arst. — до (следующего) утра;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца (ср. 4);ἐς ἐμέ Her. — до моего времени;εἰς τότε Plat. — до тех пор, пока;εἰς ὅτε Hom. и ἐς οὗ Her. — до тех пор как, пока не;εἰς ἄνδρας Plat. — до возмужалости;εἰς πότε ; Soph. — доколе?, до каких пор?;ἥ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν δαπάνη Xen. — годичный запас (ср. 4);εἰς ἀεί Thuc. — навсегда, на вечные времена4) ( момент или положение во времени) во время, в течениеἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — с заходом солнца (ср. 3);
εἰς τὸ ἐνιαυτόν Arst. — в течение года (ср. 3);ἐς ὀψέ Thuc. — в поздний час;ἐς τέλος Her. — наконец, в конце концов;ἐς καιρόν Her. — во-время, кстати5) ( предел) доεἰς ἔτη ἑκατὸν ζῆν Arst. — жить до (т.е. не свыше) ста лет
6) ( приблизительность) около7) ( разделительность) по, наἐς δεκάδας διακοσμεῖσθαι Hom. — разделиться на десятки;
ἐς δραχμήν ἑκάστῳ Thuc. — по драхме каждому;οἱ ὁπλῖται εἰς ὀκτὼ ἐγένοντο Xen. — гоплиты выстроились по восьми в рядἀργύριον ἢ ὅσα εἰς ἀργύριον Arst. — деньги или то, что их заменяет
9) ( образ или качество) по, в отношенииεὐδόκιμος εἰς σοφίαν καὴ ἰσχύν Plat. — славящийся мудростью и могуществом;
εἰς τρόπον τινά Luc. каким-л. — способом;ἐς τὸ ἀκριβές Thuc. и εἰς ἀκρίβειαν Plat., Arst.; — точно, тщательно10) ( мера или степень) по, насколько, сообразноεἰς δύναμιν и εἰς τὸ δυνατόν Xen., Arst.; — по возможности, насколько возможно;
εἰς ὅσον ἐγὼ σθένω Soph. — насколько я в силах;ἐς τὰ μάλιστα Her. — в высшей степени11) ( враждебность) противεἴςτινα ἰέναι Xen. — устремиться на кого-л.;
στρατεύειν εἰς Ἀττικήν Thuc. — воевать против Аттики12) ( действие или чувство) к, по отношению кφιλία ἔς τινα Thuc. — дружба к кому-л.;
δίκαιος εἴς τινα Soph. — справедливый к кому-л.;δέος ἔς τινα Thuc. — страх перед кем-л.;τό γ΄ εἰς ἑαυτόν Soph. — что касается его лично;ἐπαινεῖσθαι εἰς δικαιοσύνην Arst. — быть хвалимым за справедливость;σκωπτειν εἴς τι Arph. — смеяться над чем-л.13) ( цель или намерение) для, из, из-заεἰς κέρδος δρᾶν τι Soph. — делать что-л. из-за выгоды;
ἐς φόβον τινός Hom. — на страх кому-л.;τὰ εἰς τροφέν ὕδατα Arst. — вода для приготовления пищи;ἥ εἰς ἑορτὰς ἐσθής Xen. — праздничная одежда;ἀδικεῖν εἰς ὕβριν Arst. — совершать преступления из озорства;εἰς τί ; Soph. — для чего?, к чему?II.III.IV.V.(эп. тж. ἕεις), μία (эп. тж. ἴᾰ), ἕν, gen. ἑνός, μιᾶς (эп. тж. ἰῆς), ἑνός1) один, единыйεἷς οἶος Hom. и εἷς μοῦνος Her. — один единственный;
πλέν εἷς τις Soph. — за исключением кого-то одного;εἷς οὐδείς Her., Thuc., тж. εἷς οὐ Aesch. и εἷς μή Xen. — ни один, решительно никто;οὐχ εἷς Aesch., Eur.; — не один;εἷς ἕκαστος Her., Plat., Plut.; — каждый в отдельности;καθ΄ ἕνα (καθ΄ ἕν) Plat., Arst.; — поодиночке, по одному, но тж. вместе, воедино;καθ΄ ἓν ξύμπαντες Plat. — все сразу;καθ΄ ἓν γενέσθαι Thuc. — объединиться;ἐς μίαν (βουλήν) Hom., Thuc.; — единодушно;τὸ ἓν ἐπὴ πολλῶν Plut., Arst.; — единство во множестве;ἓν καθ΄ αὑτό Arst. — абсолютное единство;ἓν κατὰ συμβεβηκός Arst. — относительное единство;εἷς πρὸς ἕνα Dem. и ἓν πρὸς ἕν Plat., Arst.; — ее поставляя одно с другим, т.е. при сравнительном рассмотрении;εἷς μὲν …εἷς ( или ἕτερος) δε Xen., Arst.; — один …, другой же, для усиления superl. что ни на есть (εἷς ἄριστος Hom., Soph.);εἷς αὐτῶν Thuc. — один из них;τὰ ἕνα Arst. — единства2) некий, какой-то, какой-л.ἑνὴ τῷ τρόπῳ Plat. каким-л. — способом;
εἷς ὅ πρῶτος Dem. — первый попавшийся, любой3) (= πρῶτος См. πρωτος) первый(ἓν καὴ εἰκοστὸν ἔτος Thuc.)
См. также в других словарях:
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek