Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαψίλεια

См. также в других словарях:

  • δαψιλεία — δαψιλείᾱ , δαψίλεια abundance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλείᾳ — δαψιλείᾱͅ , δαψίλεια abundance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψίλεια — abundance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψίλεια — η (AM δαψίλεια) [δαψιλής] αφθονία, πλούτος αρχ. 1. γενναιοδωρία 2. φρ. «δαψίλεια τύφου» υπερβολική αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • δαψιλείας — δαψιλείᾱς , δαψίλεια abundance fem acc pl δαψιλείᾱς , δαψίλεια abundance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλείαι — δαψιλείᾱͅ , δαψίλεια abundance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλείαις — δαψίλεια abundance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψίλειαν — δαψίλεια abundance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обилиѥ — ОБИЛИ|Ѥ (54), ˫А с. 1.Хлеб на корню, немолоченный хлеб в снопах: даю за все за то. два села. съ ѡбильѥмь. и съ лошадьми. и съ борътью. Гр до 1270 (новг.); Того(ж) лѣ(т). наiдоша дъждеве. и поiмаша вси рли. i обили˫а и сѣна. ЛН XIII–XIV, 132… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιλάφεια — ἀμφιλάφεια και ία, η (Α) [ἀμφιλαφής] αφθονία, δαψίλεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»