-
1 σκαπάνη
σκαπάνηdigging tool: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————σκαπάνηdigging tool: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σκαπανη
-
3 σκαπάνη
-
4 σκαπάνη
-
5 σκαπάνῃ
Βλ. λ. σκαπάνη -
6 σκαπάνη
η кирка; заступ -
7 σκαπάνη
[скапани] ουσ θ кирка, мотыга, заступ. -
8 σκαπάνη
A digging tool, spade, mattock, Alciphr.3.24, AP5.239 (Maced.), 9.644 (Agath.); used by athletes for exercise, Theoc.4.10; cf. σκεπάρνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαπάνη
-
9 σκαπάνη
kazma -
10 σκαπάνη
1) hoe2) trowelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκαπάνη
-
11 σκαπάναι
σκαπάνηdigging tool: fem nom /voc plσκαπάνᾱͅ, σκαπάνηdigging tool: fem dat sg (doric aeolic) -
12 σκαπανέων
σκαπάνηdigging tool: fem gen pl (epic ionic)σκαπανεύςdigger: masc gen plσκαπανέω̆ν, σκαπανεύςdigger: masc gen pl -
13 σκαπάναις
σκαπάνηdigging tool: fem dat pl -
14 σκαπάνην
σκαπάνηdigging tool: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 σκαπάνης
σκαπάνηdigging tool: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 σκαπάνας
σκαπάνᾱς, σκαπάνηdigging tool: fem acc plσκαπάνᾱς, σκαπάνηdigging tool: fem gen sg (doric aeolic) -
17 σκαπάνιον
-
18 λισγάριον
-
19 ὀρύγιον
-
20 σκαφείον
το см. σκαπάνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκαπάνη — digging tool fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπάνῃ — σκαπάνη digging tool fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… … Dictionary of Greek
σκαπάνη — η είδος γεωργικού εργαλείου, τσάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπάναι — σκαπάνη digging tool fem nom/voc pl σκαπάνᾱͅ , σκαπάνη digging tool fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπανέων — σκαπάνη digging tool fem gen pl (epic ionic) σκαπανεύς digger masc gen pl σκαπανέω̆ν , σκαπανεύς digger masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπάναις — σκαπάνη digging tool fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπάνην — σκαπάνη digging tool fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπάνης — σκαπάνη digging tool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πτυοσκαπάνη — η, Ν στρ. φορητό εργαλείο με μικρό, τετράγωνο πτύο στο ένα άκρο και μικρή σκαπάνη στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύο «φτυάρι» + σκαπάνη] … Dictionary of Greek