Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λύγξ

См. также в других словарях:

  • λύγξ — 1 lynx masc/fem nom/voc sg λύγξ 2 hiccup fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • λυγξίν — λύγξ 1 lynx masc/fem dat pl (epic) λύγξ 2 hiccup fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγί — λύγξ 2 hiccup fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγῶν — λύγξ 2 hiccup fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγός — λύγξ 2 hiccup fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκῶν — λύγξ 1 lynx masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκός — λύγξ 1 lynx masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγα — λύγξ 2 hiccup fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγας — λύγξ 2 hiccup fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»