-
1 καταβάλλει
καταβάλλωthrow down: pres ind mp 2nd sgκαταβάλλωthrow down: pres ind act 3rd sg -
2 κατα-βάλλω
κατα-βάλλω (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ ϑεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρϑένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ ϑῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φϑόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φϑόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχϑύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦϑα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποϑέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληϑῇ γένους ὀρϑῶς, ἀνάγκη δυςτυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοϑεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.
-
3 καβ-βαλικός
καβ-βαλικός, ή, όν, lakonisch für καταβαλικός, der Niederwerfer, ein guter Ringer, der seine Gegner niederzuwerfen weiß, καταβάλλει; Plut. οὐδεὶς ἐγένετο καββαλικώτερος Lac. apophth. extr.; M. Anton. 7, 52 u. a. Sp.; ἡ καββαλική, die Ringerkunst, von Galen. καταβλητική erkl.
-
4 καταβάλλω
Aκάββαλε Od. 6.172
, Hes.Th. 189, etc.; imper.καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1
B 14:—throw down, overthrow, ;ἐς μέσσον κ. τι 15.357
; ;ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125
(tm.); , etc.; κ. [ τινὰ]ἐνθάδε Od.6.172
; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109;τεῖχος Th.7.24
;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41
;ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr. 15e
; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow,κ. πατάξας Lys.13.71
; esp. of slaying victims, E.Or. 1603, Isoc.2.20;κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba. 1246
.b [voice] Pass., to be stricken,νόσῳ POxy.1121.9
(iii A.D.).4 throw into prison,κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146
: generally, throw, bring into a certain state, κ. [ τινὰ]ἐς ξυμφοράς E.IT 606
, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb. 15e, Phd. 88c, etc.5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras:κ. τινά Democr.125
;δόξαν Gal.UP6.20
.6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr. 111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg. 960e:—[voice] Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.II let fall, drop,ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog,οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302
; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails,καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671
;τἀκάτια Epicr.10
; κατ' ὀφθαλμοὺς ; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc. 167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA 590b26: in Politics, abandon a measure,καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103
.3 lay down, lay in stores,κ. σιτία Hdt.7.25
:—[voice] Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.4 pay down, yield, bring in,ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149
;τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92
, cf. Lexib.93.b pay,τἀργύριον Th. 1.27
;τριώβολον Amips.13
;ἀρραβῶνα Men.743
, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.;τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg. 932d
, Luc.Vit.Auct. 25; ([place name] Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in [voice] Med.,μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12
.5 put in, deposit, in [voice] Pass., :—but usu. in [voice] Med., deposit,γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100
([place name] Tlos), cf. IG12(1).3.15 ([place name] Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55;λόγους IG7.2850
([place name] Haliartus); (Cret., found at Teos).6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—[voice] Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph.,σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154
; κ. φάτιν ὡς.. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF 758(lyr.).7 lay down as a foundation, mostly in [voice] Med., : esp. metaph., - βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel. 164(lyr.);Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22
;καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39
;ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20
;τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a
: hence generally, to be the author of, commit to writing, ; λόγον Darius ap.D.L.9.13;φλυαρίας Gal.7.476
:— [voice] Pass.,ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ.. ὀρθῶς E.HF 1261
: freq. metaph.,δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph. 232d
;πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN 1096a10
; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol. 1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib. 1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr. 196.2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures,εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54
.B intr., fall,εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep. 344c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάλλω
-
5 τύπτω
Aτύψω Nonn.D.44.160
, Hierocl.Facet. 200: [tense] aor. 1 ἔτυψα, [dialect] Ep. τύψα, Il.13.529, al., Emp.43, Hdt.3.64, but rare in Trag. and [dialect] Att., as A.Eu. 156 (lyr.), [Lys.] Fr.20 S.: [dialect] Att. [tense] fut. , Pl.21. Pl.Grg. 527a, D.21.204: [tense] aor. 1 ἐτύπτησα first in Arist.Pol. 1274b20 (as v.l.), then Philostr.VS2.1.8, Aesop.66, Hierocl.Facet.86: [tense] aor. 2 (lyr.); [dialect] Ep. part.τετυπόντες Call.Dian.61
(perh. [tense] pf. τετύποντες): [tense] pf. τέτῠφα only in Theodos.Can.p.47 H.;τετύπτηκα Poll.9.129
, Philostr.VS2.10.3:— [voice] Med., Hdt.2.61, Plu.Alex.3, etc., ([etym.] κατ-) Sapph.62: [tense] aor. 1ἐτυψάμην Luc.Asin.14
, ([etym.] ἀπ-) Hdt.2.40: [tense] fut. (in pass. sense)τυπτήσομαι Ar.Nu. 1379
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐτύφθην Plu.Galb.26
, Gp.18.17.7, Hierocl. Facet.138, Zen.2.68;ἐτυπτήθην Ph.2.323
: [tense] aor. 2 ἐτύπην [ῠ] Il.11.191, Pi.N.1.53, A.Pr. 363, Ar.Ach. 1194 (lyr.), Alciphr.3.57: [tense] pf.τέτυμμαι Il.13.782
, A.Th. 889 (lyr.), Eu. 509 (lyr.), inf.τετύφθαι Hdt. 3.64
;τετύπτημαι Luc.Demon.16
, Arg.D.54:—In [dialect] Att. and LXX the [tense] fut. and [tense] aor. are supplied by πατάσσω, e.g.τύπτει.. καὶ καταβάλλει πατάξας Lys.13.71
; later sts. by παίω, e.g.ὁ δὲ παίσας ἐπερωτᾷ ποτέρᾳ τετύπτηκεν Poll.9.129
; the [tense] pf. by πλήσσω; the [voice] Pass. partly (esp. in [tense] pf. and [tense] aor. ) by πλήσσω: a complete paradigm of this verb is given by Theodos.Can.p.43 H., al.:—beat, strike, smite, τύπτουσιν ῥοπάλοισι (sc. τὸν ὄνον) Il. 11.561; ; ;χθόνα τύπτε μετώπῳ Od.22.86
;ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς 4.580
, 9.104, al.; but in Hom. mostly with weapons of war, [ξίφει], δουρί, ἄορι, Il.4.531, 13.529, 20.378;ἐγχείῃσιν 13.782
([voice] Pass.);φασγάνῳ Od.22.98
; ; μάστιγι Lex ap. Aeschin.1.139 ([voice] Pass.): c. acc. cogn., τ. τινὰ σχεδίην (sc. πληγήν) Il.5.830;πληγὰς τ. τινά Antipho 4.3.1
, v. infr. 111.2: the part struck is sts. in acc.,γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ' ὀμφαλόν Il.21.180
, cf. Pi.N.9.26, E.Andr. 1150, etc.: with a Prep.,Φόρκυνα.. κατὰ γαστέρα τύψε Il.17.313
; ἐγκύμονά τις ἔτυψε κατὰ γαστρός [Lys.] l.c.;τ. τινὰ εἰς τὸν ὦμον X.Cyr.5.4.5
;ἐπὶ κόρρης Pl.Grg. 527a
;ἐπὶ τὴν σιαγόνα Ev.Luc.6.29
; τ. χαλκώματα beat pots and pans (to make a noise), Sor.2.29: abs., strike,τύπτε δ' ἐπιστροφάδην Il. 21.20
, cf. Od.22.308, Ar.Ra. 610;τ. καὶ πνίγων Antipho 4.1.6
; Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων beating with fury, Il.11.306, cf. Pi.P.6.14 (s. v.l.).2 even of missiles,ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες Plb.3.53.4
; whereas Hom. opposes τύπτειν toβάλλειν, δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ Il.11.191
= 206, cf. 15.495, al.3 later, sting,ὄφις υ' ἔτυψε μικρός Anacreont.33.10
;ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι X.HG4.2.12
, cf. Gp.l.c.;πόδα κάκτος τ. Theoc.10.4
;οἱ βασιλεῖς [μελιττῶν].. οὐ τύπτουσιν Arist. HA 553b6
.4 metaph., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν sharp grief smote him to the heart, Il.19.125;Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη Hdt.3.64
; (lyr.);ξυμφορᾷ τετυμμένος A.Eu. 509
(lyr.);ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53
; τύπτειν τὴν συνείδησίν τινος ἀσθενοῦσαν wound his conscience, 1 Ep.Cor.8.12; of divine punishment,ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων LXX Ez.7.6(9)
;τύπτειν σε μέλλει ὁ θεός Act.Ap.23.3
.II [voice] Med. τύπτομαι, beat, strike oneself, esp., like κόπτομαι, beat one's breast for grief, Hdt.2.61: c. acc. pers., mourn for a person, ib.42, 132.III [voice] Pass., to be beaten, struck, or wounded,δουρὶ τυπείς Il.11.191
; ὑπὸ δουρί ib. 433; (lyr.);κράτων τυπτομένων Od.22.309
.
См. также в других словарях:
καταβάλλει — καταβάλλω throw down pres ind mp 2nd sg καταβάλλω throw down pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… … Dictionary of Greek
καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… … Dictionary of Greek
προείσφορος — ὁ, Α αυτός που καταβάλλει, που πληρώνει προεισφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἴσφορος «ο υπεύθυνος που καταβάλλει εισφορά, φόρο»] … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
въложитисѧ — ВЪЛОЖ|ИТИСѦ (7*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Быть помещенным, положенным внутрь чего л. Перен.: ѥгда цр҃кы требоваше таковаго ст҃лѩ. и вложисѩ [святой] въ ѡснованьѥ ˫ако каме(н) ѹголныи. свѩза˫а к собѣ люди. ГБ XIV, 180б; вкупѣ хранитесѩ приѥмлющесѩ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγρομίσθωμα — Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο μισθωτής αγροτικού κτήματος στον εκμισθωτή του κτήματος αυτού. Το α., εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά ή δεν υπάρχει κάποια τοπική συνήθεια που να το κανονίζει, καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους … Dictionary of Greek