Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταβάλλει

См. также в других словарях:

  • καταβάλλει — καταβάλλω throw down pres ind mp 2nd sg καταβάλλω throw down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… …   Dictionary of Greek

  • καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… …   Dictionary of Greek

  • προείσφορος — ὁ, Α αυτός που καταβάλλει, που πληρώνει προεισφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἴσφορος «ο υπεύθυνος που καταβάλλει εισφορά, φόρο»] …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • въложитисѧ — ВЪЛОЖ|ИТИСѦ (7*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Быть помещенным, положенным внутрь чего л. Перен.: ѥгда цр҃кы требоваше таковаго ст҃лѩ. и вложисѩ [святой] въ ѡснованьѥ ˫ако каме(н) ѹголныи. свѩза˫а к собѣ люди. ГБ XIV, 180б; вкупѣ хранитесѩ приѥмлющесѩ. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγρομίσθωμα — Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο μισθωτής αγροτικού κτήματος στον εκμισθωτή του κτήματος αυτού. Το α., εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά ή δεν υπάρχει κάποια τοπική συνήθεια που να το κανονίζει, καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»