Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φασγάνῳ

См. также в других словарях:

  • φασγάνω — Α [φάσγανον] σφάζω με φάσγανο …   Dictionary of Greek

  • φασγάνῳ — φάσγανον sword neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασγάνωι — φασγάνῳ , φάσγανον sword neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφικυλινδώ — ἀμφικυλινδῶ (Α) περικυλίω, κάνω να κυλιστεί γύρω, επάνω («φασγάνῳ», στο ξίφος του). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κυλίνδω] …   Dictionary of Greek

  • θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …   Dictionary of Greek

  • περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… …   Dictionary of Greek

  • προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»