Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κνῆν

См. также в других словарях:

  • κνῆν — κνάω Bis Acc. pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»