-
1 εὐκάμπεια
εὐκάμπ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάμπεια
-
2 εὐκαμπής
A well-bent or curved,δρέπανον Od.18.368
;κληῗδ' εὐκαμπέα 21.6
;χαλάσασ' εὐκαμπέα τόξα h.Hom.27.12
; ἄροτρον, ἅρπη, Max. 458, A.R.3.1388;εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Luc.DMar.15.2
;τὸ εὐ. τῶν μελῶν Id.Im.14
.II flexible,φλοιός Thphr.HP3.10.4
;κλάδοι Str. 15.1.20
; κατασκευάζειν τὸ κέρας εὐ. Plu.Sull.17; of timber, Orib.9.19.2 ([comp] Comp.); πῦον slippery, Aret.SD1.10. (εὐκαμπὲς ἄγκιστρον AP6.4
(Leon.) is corrupt: εὐκᾰπές ([etym.] κάπτω) easily swallowed, Salm.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαμπής
-
3 εὔκαμπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκαμπος
-
4 εὔκαμπτος
εὔκαμπ-τος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκαμπτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский