-
21 ἀνδρός
ἀνήρ, ἀνδρόςGrammatical information: m.Meaning: `man' (Il.).Other forms: acc. ἄνδρα (Hom. also ἀνέρα, from where ἀνέρος etc.; on the inflexion s. Schwyzer 568β). Atano s. belowCompounds: As first member ἀνδρο-: - κμητος, κτασία; ἀνδραποδον s.v. - As second member - ήνωρ: ῥηξ-, φθεισ- (Hom.); in PN 'Aγ-, Myc. Atano \/Antānōr\/; fem. ἀντι-άνειρα, κυδι-. With - ανδρος: ἄν-, ἕλ-; PN esp. in Asia Minor and Cyprus: ` Ηγησ-, Τερπ-; Hom. Άλεξ-. For the question whether this name is really Greek cf. Myc. arekasadara \/Aleksandrā\/, kesadara \/Kessandrā\/ (note that Myc. -e- shows that this is a substr. name). So the forms are already Myc., but it is still not excluded that they are of non-Greek origin (s. Sommer Nominalkomp. 160ff.) - Kuiper MAWNed. NR. 14: 5 thinks that - ήνωρ and νῶρ-οψ contain an old abstract *ἄνερ, *ἄναρ `vital energy' (IE * h₂ner-; also in Skt. sū-nára- etc.).Derivatives: Demin. ἀνδρίον (Com.); from here, with unclear ντ-Suffix, ἀνδριάς, - άντος `statue' (Pi.), cf. Kretschmer Glotta 14, 84ff., Schwyzer 526: 3 u. 4. ἀνδρ(ε)ών m. `man's apartment' (Hdt.). -Abstracts: ἀνδρεία (- ηίη, - ία) `manliness, courage' (A.); ἀνδροτής, - τῆτος s.s.v. ἠνορέη `id.', Ion. for Aeol. ἀ̄νορέα (\< - ρία), (Kretschmer Glotta 24, 245f.), from a compound (cf. εὑανορία Pi.), s. Leumann Hom. Wörter 109f., 123 m. Lit.; - Adjec.: ἀνδρεῖος (Ion. ἀνδρήϊος, cf. Chantr. Form. 52, Schwyzer 468: 3) `manly, courageous', ἀνδρόμεος `human' (Il.; - μεος = Skt. - maya-?).Etymology: ἀνήρ is identical with Arm. ayr, gen. ar̄n `man', Skt. nā́ (stem nar-), NPhryg. αναρ, Ital. ner- in Osc. ner-um `virorum', Lat. Sab. Ner-ō etc. (s. W.-Hofmann s. neriōsus), W. ner `chief', Alb. njer `man'. - Not here Hitt. innar-, in innarau̯atar etwa `(Lebens)kraft, hoheitliche Macht'. - On δρώψ s.s.v. ἄνθρωπος. - Cf. νωρει̃.Page in Frisk: 1,107-108Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνδρός
-
22 ἐλεφαίρομαι
Grammatical information: v.Meaning: `deceive' (Ψ 388, τ 565), also `damage, destroy' (Hes. Th. 330).Other forms: Aor. ptc. ἐλεφηράμενοςDialectal forms: Myc. erepairo? \/Elephairōn?\/Origin: XX [etym. unknown]Etymology: In H. also active forms ( ἐλεφαίρειν, ἐλεφῆραι), explained with ( ἐξ)απατᾶν, βλάπτειν, ἀδικεῖν. Old, rarely occurring epic expression with unstable meaning, of unclear formation und uncertain etymology. The ending - αίρω seems to point to an r-stem (*ἔλεφαρ?), but could also be suffixal. The stem recurs in PN Έλεφ-ήνωρ, but could stand for *Ελεφηρ-ήνωρ with dissimilatory shortening (Sommer Nominalkomp. 170 n.2). From Greek one compares ὀλοφώϊος `deceiving, noxious', which is itself unclear. An acceptable connection would be Lith. vìlbinti `allure, befool'. Cf. Bechtel Lex. s. v., and Schwyzer 724 w. n. 11. Goto, Kuryɫowicz Memorial Volume 1, 1995, 365-370 suggests to connect Skt. upa-valha-te `to puzzle, confuse by means of riddle' (the Skt. -h- does not agree).Page in Frisk: 1,493Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλεφαίρομαι
-
23 αγαπηνωρ
-
24 ανηνωρ
-
25 αντηνωρ
-
26 δεισηνωρ
(θυσία Aesch.)
-
27 ευηνωρ
-
28 Ευηνωρ
- ορος ὅ Эвенор (один из первых «земнородных» - ἐκ γῆς γεγονότες - людей, муж Левкиппы и отец Клито) Plat. -
29 Λειχηνωρ
-
30 μεγαληνωρ
-
31 ρηξηνωρ
- ορος ὅ прорывающий ряды мужей, т.е. сокрушитель врагов1) эпитет Ахилла Hom., Hes.2) эпитет Аполлона Anth. -
32 υπερηνωρ
-
33 φθισηνωρ
-
34 φιληνωρ
1) любящий людей(βιοτά Pind.)
2) любящий мужаπόθος φ. Aesch. — тоска по милому мужу:
στίβοι φιλάνορες Aesch. — память по милом некогда муже -
35 δαμασήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμασήνωρ
-
36 λυσήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσήνωρ
-
37 μεγαλήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλήνωρ
-
38 φιλήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήνωρ
-
39 ἀγαπήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαπήνωρ
-
40 ἀλεξήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξήνωρ
См. также в других словарях:
λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… … Dictionary of Greek
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] … Dictionary of Greek
λυσήνωρ — λυσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ ήνωρ, αλεξ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω … Dictionary of Greek
υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] … Dictionary of Greek
υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] … Dictionary of Greek
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek