Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερήνωρ

См. также в других словарях:

  • Ὑπερήνωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήνωρ — overbearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • Ὑπερήνορα — Ὑπερήνωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήνορα — ὑπερήνωρ overbearing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερήνορες — Ὑπερήνωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήνορες — ὑπερήνωρ overbearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερήνορι — Ὑπερήνωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήνορι — ὑπερήνωρ overbearing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερήνορος — Ὑπερήνωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήνορος — ὑπερήνωρ overbearing masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»