-
1 φιλανωρ
-
2 Φιλάνωρ
Φῐλᾱνωρ father of Ergoteles.1υἱὲ Φιλάνορος O. 12.13
-
3 φιλάνωρ
1 loving men φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. -
4 φιλάνωρ
A fond of a man, amorous, conjugal, στίβοι, τρόποι, A.Ag. 411 (lyr.), 856; (lyr.):—[full] φιλήνωρ only in late [dialect] Ep., Musae.267, Coluth.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάνωρ
-
5 Φιλάνορα
Φιλάνωρfond of a man: masc acc sg -
6 Φιλάνορας
Φιλάνωρfond of a man: masc acc pl -
7 Φιλάνορες
Φιλάνωρfond of a man: masc nom /voc pl -
8 Φιλάνορι
Φιλάνωρfond of a man: masc dat sg -
9 Φιλάνορος
Φιλάνωρfond of a man: masc gen sg -
10 φιλ-ήνωρ
-
11 φιληνωρ
1) любящий людей(βιοτά Pind.)
2) любящий мужаπόθος φ. Aesch. — тоска по милому мужу:
στίβοι φιλάνορες Aesch. — память по милом некогда муже -
12 φιλάνορα
φιλά̱νορα, φιλάνωρfond of a man: masc /fem acc sg -
13 φιλάνορας
φιλά̱νορας, φιλάνωρfond of a man: masc /fem acc pl -
14 φιλάνορες
φιλά̱νορες, φιλάνωρfond of a man: masc /fem nom /voc pl -
15 φιλάνορι
φιλά̱νορι, φιλάνωρfond of a man: masc /fem dat sg -
16 φιλάνορος
φιλά̱νορος, φιλάνωρfond of a man: masc /fem gen sg -
17 φιλήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήνωρ
См. также в других словарях:
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek
Φιλάνορα — Φιλάνωρ fond of a man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλάνορας — Φιλάνωρ fond of a man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλάνορες — Φιλάνωρ fond of a man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλάνορι — Φιλάνωρ fond of a man masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλάνορος — Φιλάνωρ fond of a man masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλήνωρ — ορος, ὁ, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ … Dictionary of Greek
φιλάνορα — φιλά̱νορα , φιλάνωρ fond of a man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάνορας — φιλά̱νορας , φιλάνωρ fond of a man masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάνορες — φιλά̱νορες , φιλάνωρ fond of a man masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)