Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεος

См. также в других словарях:

  • ανδρόμεος — ἀνδρόμεος, έα, ον (Α) ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. maya] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • δριμέος — δρῑμέος , δριμύς piercing masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»