Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥηξήνωρ

См. также в других словарях:

  • ῥηξήνωρ — breaking armed ranks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω …   Dictionary of Greek

  • ῥηξήνορα — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηξήνορας — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηξήνορες — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηξήνορι — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηξήνορος — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Рексенор — (др. греч. ῥηξήνωρ «прорывающий ряды мужей») – имя персонажей древнегреческой мифологии: Рексенор (отец Халкиопы). Тесть Эгея. Рексенор (брат Алкиноя). Упомянут в «Одиссее». Рексенор (спутник Диомеда) …   Википедия

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • ρηξηνορίη — και ῥηξινορία, ή, Α [ῥηξήνωρ, ορος] η ορμητικότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»