-
1 ἀνδρό-πρωρος
ἀνδρό-πρωρος (VLL. erkl. ἀνδρο-πρόσωπος), mit Männerantlitz. Empedocl. 215.
-
2 ἀνδρό-λαγνοι
ἀνδρό-λαγνοι, γυναῖκες, nach Männern lüstern, Theophr. Char. 28, nach cod. Pal., vulg. ἀνδρο-λάλοι, von Männern schwatzend; Cor. verm. ἀνδρολόγοι, Männer aufraffend.
-
3 ἀνδρο-γύνης
ἀνδρο-γύνης (?), gew. ἀνδρό-γυνος, Mannweib, Zwitter, Her. 4, 67; εἶδος καὶ ὄνομα, ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄῤῥενος καὶ ϑήλεος, von dem im Scherz fingirten ersten Menschen, Plat. Conv. 189 e, wo auch hinzugesetzt wird νῦν ἐστιν ἐν ὀνείδει κείμενον ὄνομα; Schimpfwort, feige Memme, Plut. Lac. apophth. Damind., ἀνδρόγυνε (wo die ersten Ausgaben ἀνδρόγυναι haben), wie Aeschin. 2, 127 es dem ἐλεύϑερος u. Polyb. 38, 4, 9 dem ἀνήρ entggstzt; Luc. braucht es adjektiv., ἔρωτες, von unzüchtiger Frauenliebe, Amor. 28; aber λουτρά Ep. ad. 252 (IX, 783), die für beide Geschlechter gemeinschaftlichen. Von einem cinaedus Myrin. 2 (VI, 254); ἀνδρόγυνον ἄϑυρμα B. A, 11 vielleicht aus einem Com.
-
4 ἀνδρο-μάχος
ἀνδρο-μάχος, mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρο-μάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).
-
5 ἀνδρό-παις
ἀνδρό-παις, αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; ἀνήρ Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.
-
6 ἀνδρό-πορνος
ἀνδρό-πορνος, männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.
-
7 ἀνδρό-στροφα
ἀνδρό-στροφα ἔργα, in obscönem Sinne, Man. 4, 357, conj. ἀνάστροφα u. ἀνδρότροπα.
-
8 ἀνδρό-σφιγξ
ἀνδρό-σφιγξ, ιγγος, ὁ, Mannsphinx, an denen der Kopf u. die Brust männlich ist, die gew. weiblich dargestellt wurden, Her. 2, 175.
-
9 ἀνδρό-σινις
ἀνδρό-σινις, ιδος, Menschen verletzend, Ep. ad. 273 ( Plan. 266).
-
10 ἀνδρό-φρων
ἀνδρό-φρων, ον, männlich gesinnt, Soph. frg. 680, γυνή.
-
11 ἀνδρό-φωνος
ἀνδρό-φωνος, mit männlicher Stimme, Ath. IX, 384 e, wo jetzt ἀνδροφόνος gelesen wird.
-
12 ἀνδρό-κμητος
ἀνδρό-κμητος, von Menschen gemacht, τύμβος, Il. 11, 371.
-
13 ἀνδρό-μορφος
ἀνδρό-μορφος, Menschengestalt habend, Apollod.
-
14 ἀνδρό-βουλος
ἀνδρό-βουλος, von männlichem Entschlusse, κέαρ γυναικός Aesch. Ag. 11.
-
15 ἀνδρό-θηλυς
ἀνδρό-θηλυς, = -γυνος, Philostr. p. 489.
-
16 ἀνδρο-πρεπής
ἀνδρο-πρεπής, Männern geziemend?
-
17 ἀνδρο-πλαστία
ἀνδρο-πλαστία, ἡ, Bilden von Männern, Sp.
-
18 ἀνδρο-ποιός
ἀνδρο-ποιός, zum Manne machend, μουσική Plut. Alex. fort. II, 2.
-
19 ἀνδρο-πλήθεια
ἀνδρο-πλήθεια, στρατοῠ, Menschenmenge, Aesch. Pers. 231.
-
20 ἀνδρο-σάθης
ἀνδρο-σάθης, Suid., Eust.; u. ἀνδροσάθων, B. A. 394 ὁ μεγάλα ἔχων ἀνδρὸς αἰδοῖα.
См. также в других словарях:
παλισ(σ)άνδρο — το, και παλισ(σ)άνδρη, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Δαλβεργία η πλατύφυλλη και εμπορική ονομασία τού ξύλου του, το οποίο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στη λεπτουργική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. palissandre < λ. τών ιθαγενών γλωσσών τής… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… … Dictionary of Greek
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
Καΐρη, Ευανθία — (Άνδρος 1799 – 1866).Λόγια. Ήταν αδελφή και μαθήτρια του Θεόφιλου Καΐρη (βλ. λ.), κόρη του Νικολάου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις Κυδωνίες, δίδαξε στη Σύρο και στην Άνδρο. Το 1814, όταν ήταν 15 ετών,… … Dictionary of Greek
Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε … Dictionary of Greek
Καμπανάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Λεονάρδος. Καταγόταν από την Άνδρο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πρωταγωνίστησε στην οργάνωση της προπαρασκευής της Επανάστασης στη γενέτειρά του. Το 1831 πήρε μέρος στην κίνηση εναντίον του Καποδίστρια στο νησί… … Dictionary of Greek
Corycian Cave — This article is about the Corycian Cave in Greece; for the Corycian Cave in Anatolia, see Corycus The Corycian Cave is located on the slopes of Mount Parnassus, in Greece. In the mythology of the area, it is named after the nymph Corycia; however … Wikipedia
полиа́ндрия — и, ж. книжн. Форма брака, при которой женщина может состоять в браке одновременно с несколькими мужчинами; многомужие. [От греч. πολυ много и ’ανηρ, ’ανδρος муж] … Малый академический словарь