-
1 φιλ-ήνωρ
-
2 φθισ-ήνωρ
-
3 εὐ-ήνωρ
εὐ-ήνωρ, ορος (ἀνήρ), gut für den Mann, mannhaft; χαλκός Od. 13, 19 (71, L. τὸν ἄνδρα εὖ τιϑείς); οἶνος 4, 622, dem Manne zuträglich, od. ihn kräftigend (VLL, L. ὁ ἀνδρείαν ποιῶν); γάμων εὐήνωρ ϑεσμός Orph. Arg. 882, den Mann zierend; Hesych. erkl. εὐήνορα, ἀγαϑά, λαμπρά. – Bei Pind. in dor. Form εὐάνωρ, mit guten, starken Männern, reich an guten Männern, wie εὔανδρος, Ἀρκαδία, Πέλοπος ἀποικία, Ol. 5, 80. 1, 24, λαός, Ἀχαρναί, N. 10, 36. 2, 17; so nennt Tryphiod. 468 das trojanische Pferd εὐήνωρ.
-
4 μεγαλ-ήνωρ
-
5 δεισ-ήνωρ
δεισ-ήνωρ, ορος, ϑυσία, Männer fürchtend, achtend, Aesch. Ag. 148.
-
6 θρεψ-ήνωρ
-
7 λιπες-ήνωρ
λιπες-ήνωρ, ορος, den Mann verlassend, gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; vgl. Lob. zu Phryn. p. 769.
-
8 λειχ-ήνωρ
-
9 λῡσ-ήνωρ
-
10 ἀπατ-ήνωρ
-
11 ἀντ-ήνωρ
ἀντ-ήνωρ (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.
-
12 ἀγαπ-ήνωρ
ἀγαπ-ήνωρ, ορος, ὁ (ήνορέην ἀγαπῶν, VLL.), Mannhaftigkeit liebend, mannhaft, Beiwort der Helden, z. B. Il. 8, 114. 13, 756 Od. 7, 179.
-
13 ἀγ-ήνωρ
ἀγ-ήνωρ, ορος (ἄγαν-ἀνήρ od. von ἄγαμαι u. ἀνήρ, andere von ἄγω-ἄνδρας), sehr mannhaft, muthvoll, Hom. oft, bes. ϑυμός (vom Löwen Il. 12, 300); auch mit dem tadelnden Nebenbegriff des stolzen Uebermuthes, μνηστῆρες oft in der Od., auch Thersites, Il. 2, 276; – von den Titanen, Hes. Th. 641; Pind., s. ἀγάνωρ.
-
14 ὀλεσ-ήνωρ
-
15 ἀλεξ-ήνωρ
ἀλεξ-ήνωρ, ορος, ὁ, Beiname des Aesculap, den Männern beistehend.
-
16 ἀν-ήνωρ
ἀν-ήνωρ, ορος (ἀνήρ), unmännlich, feig, Od. 10, 301. 341; ἀνὴρ ἀνήνωρ, ein Mann ohne Mannskraft, Hes. O. 749. Vgl. E. M. 108, 24.
-
17 ὑπερ-ήνωρ
ὑπερ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, wie ὑπερηνορέων, übermännlich, übermüthig, gewaltthätig, im tadelnden Sinne, Pelias Hes. Th. 995, u. einzeln bei sp. D. – S. nom. pr.
-
18 ὑψ-ήνωρ
-
19 ῥηξ-ήνωρ
-
20 ἀνήρ
ἀνήρ, ἀνδρόςGrammatical information: m.Meaning: `man' (Il.).Other forms: acc. ἄνδρα (Hom. also ἀνέρα, from where ἀνέρος etc.; on the inflexion s. Schwyzer 568β). Atano s. belowCompounds: As first member ἀνδρο-: - κμητος, κτασία; ἀνδραποδον s.v. - As second member - ήνωρ: ῥηξ-, φθεισ- (Hom.); in PN 'Aγ-, Myc. Atano \/Antānōr\/; fem. ἀντι-άνειρα, κυδι-. With - ανδρος: ἄν-, ἕλ-; PN esp. in Asia Minor and Cyprus: ` Ηγησ-, Τερπ-; Hom. Άλεξ-. For the question whether this name is really Greek cf. Myc. arekasadara \/Aleksandrā\/, kesadara \/Kessandrā\/ (note that Myc. -e- shows that this is a substr. name). So the forms are already Myc., but it is still not excluded that they are of non-Greek origin (s. Sommer Nominalkomp. 160ff.) - Kuiper MAWNed. NR. 14: 5 thinks that - ήνωρ and νῶρ-οψ contain an old abstract *ἄνερ, *ἄναρ `vital energy' (IE * h₂ner-; also in Skt. sū-nára- etc.).Derivatives: Demin. ἀνδρίον (Com.); from here, with unclear ντ-Suffix, ἀνδριάς, - άντος `statue' (Pi.), cf. Kretschmer Glotta 14, 84ff., Schwyzer 526: 3 u. 4. ἀνδρ(ε)ών m. `man's apartment' (Hdt.). -Abstracts: ἀνδρεία (- ηίη, - ία) `manliness, courage' (A.); ἀνδροτής, - τῆτος s.s.v. ἠνορέη `id.', Ion. for Aeol. ἀ̄νορέα (\< - ρία), (Kretschmer Glotta 24, 245f.), from a compound (cf. εὑανορία Pi.), s. Leumann Hom. Wörter 109f., 123 m. Lit.; - Adjec.: ἀνδρεῖος (Ion. ἀνδρήϊος, cf. Chantr. Form. 52, Schwyzer 468: 3) `manly, courageous', ἀνδρόμεος `human' (Il.; - μεος = Skt. - maya-?).Etymology: ἀνήρ is identical with Arm. ayr, gen. ar̄n `man', Skt. nā́ (stem nar-), NPhryg. αναρ, Ital. ner- in Osc. ner-um `virorum', Lat. Sab. Ner-ō etc. (s. W.-Hofmann s. neriōsus), W. ner `chief', Alb. njer `man'. - Not here Hitt. innar-, in innarau̯atar etwa `(Lebens)kraft, hoheitliche Macht'. - On δρώψ s.s.v. ἄνθρωπος. - Cf. νωρει̃.Page in Frisk: 1,107-108Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνήρ
См. также в других словарях:
λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… … Dictionary of Greek
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] … Dictionary of Greek
λυσήνωρ — λυσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ ήνωρ, αλεξ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω … Dictionary of Greek
υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] … Dictionary of Greek
υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] … Dictionary of Greek
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek