-
1 ἀ-τρέκεια
ἀ-τρέκεια, ἡ, ion. - ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.
-
2 βασιλεία
A kingdom, dominion, Hdt.1.11, etc.;παιδὸς ἡ β. Heraclit.52
; hereditary monarchy, opp.τυραννίς, ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ β. Th.1.13
;βασιλείας εἴδη τέτταρα Arist.Pol. 1285b20
; ἡ πρώτη πολιτεία μετὰ τὰς β. after the age of monarchies, ib. 1297b17: metaph.,ἐποίησεν ἡμᾶς β. Apoc.1.6
;β. τῶν οὐρανῶν Ev.Matt.3.2
; τοῦ θεοῦ ib.6.33, etc.3 at Athens, the office of the archon βασιλεύς, Paus.1.3.1.4 [voice] Pass., being ruled by a king,τῆς ὑπ' ἐκείνου βασιλείας Isoc.9.43
.III reign, ib.331.40 (Pergam.), D.S.17.1, POxy.1257.7(iii A. D.); so αἱ β. the reigns of the Kings, title of book of VT; accession to the throne, BGU646.12 (ii A. D.).IV concrete, His Majesty, LXX 4 Ki.11.1, 1 Ma.6.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλεία
-
3 βασιληΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιληΐη
-
4 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
5 δουλεία
A slavery, bondage, ll. cc., A.Th. 253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag. 360(anap.), S.Aj. 944(lyr.);δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V. 602
; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8;ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R. 469c
; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9.II collectively, slaves, ; ἢν.. ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23;ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg. 776d
;τὰς.. Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol. 1264a36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεία
-
6 θεραπεία
A service, attendance:I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr. 13d, cf. E.El. 744 (lyr.);θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b
, etc.;ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24
; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E. Ion 187;τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol. 1329a32
;θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b
: abs.,πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr. 255a
, cf. Antipho 4.2.4; of parents,γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg. 886c
, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care,μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45
;θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4
; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La. 185e.2 service done to gain favour, paying court,θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11
;ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55
;πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14
;θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22
;τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55
.II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol. 1287a40, cf. Gal.1.400, etc.;τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a
, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.;τοῦ σώματος Id.Lib.p.19
O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing,θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb. 1537b
: in pl., cures,ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r
.13.2 of plants, cultivation, Pl.Tht. 149e, Thphr.HP2.2.12.4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16;σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1
;ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεία
-
7 θεραπηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπηΐη
-
8 κηρυκεία
A office of herald or crier, Hdt.7.134 (pl.), Pl.Lg. 742b, IG22.145; ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστέλλεσθαι on an embassy, Lex ap.Aeschin.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκεία
-
9 κηρυκηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκηΐη
-
10 μαντεία
A prophetic power, power of divination, h. Merc. 533, 547, etc.;μαντείᾳ χρῆσθαι καθ' ὕπνον Pl.Ti. 71d
; mode of divination, Hdt.2.57;αἴνιγμα μαντείας ἔδει S.OT 394
;μαντείας δεῖται ὅ τι ποτὲ λέγεις Pl.Smp. 206b
; ἔτι ταῦτα μαντείας προσδεῖται; Aeschin.1.76: pl., divinations, h.Merc.472, S.El. 499 (lyr.), Hdt.2.83, etc.2 conjecture,ἡ περὶ τὸν θεὸν μ. Arist.Cael. 284b3
;μαντεία μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητῶν Luc.Herm.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαντεία
-
11 μαντηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαντηΐη
-
12 πολιτεία
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.;π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10
: pl., grants of citizenship, Arist.Ath.54.3.2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184;ἐν εἰρήνῃ καὶ π. Id.20.122
; life, living,ἡ ἐν Βοιωτίᾳ π. Plb.18.43.6
; so perh. Ep.Eph.2.12.3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34.4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc.II government, administration, Ar.Eq. 219, X.Mem.3.9.15, etc.;ἄγειν τὴν π. Th.1.127
;πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ π. κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29
; course of policy,τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87
, cf. 9.3 (pl.), 18.263;ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150
;ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ π. Str.16.2.46
: pl., acts of policy, J.Vit.65.2 tenure of public office,πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6
([place name] Hermione);ἐν τοῖς τῆς π. χρόνοις IPE12.32B76
(Olbia, iii B. C.).III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.;τὴν ἐλευθερίαν.., μᾶλλον δὲ καὶ τὰς π. D.18.65
; form of gouernment, Pl.R. 562a, etc.;ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4
, cf. Arist.Pol. 1293a37, etc.;αἱ τέτταρες π. Pl.R. 544b
;ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8
;π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1289a15
, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι π. ib. 1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι π. ib. 1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc.2 esp. republican government, free common-wealth, Arist.EN 1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται π. ib. 1279a39;ἄπιστον ταῖς π. ἡ τυραννίς D.1.5
;οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς π. αἱ πρὸς τοὺς τυράννους.. ὁμιλίαι Id.6.21
;τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20
;ταῖς μὲν π. πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125
;ἔστι δήμου ἡ π. βίος Plu.2.826c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεία
-
13 πολιτηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτηΐη
-
14 προμαντεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμαντεία
-
15 πρυτανεία
A presidency, at Athens the period during which the πρυτάνεις of each φυλή in turn presided in the βουλή and ἐκκλησία, Antipho 6.45, And.1.73; ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (sc. τῆς Πανδιονίδος) Decr. ap. D.24.27, cf. Lex ib.39, IG12.57.53,al., 22.212.4, 223 A4, al.: also κατὰ πρυτανείαν by presidencies, i.e. every 35 or 36 days, Lys.30.5, D.59.27; ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ π. IG22.120.16, al.; καθ' ἑκάστην π. Aeschin.3.25.II office or government of πρυτάνεις, at Miletus, Arist.Pol. 1305a17; at Rhodes, Plu.2.813d (pl.); at Halicarnassus, SIG1015.2; at Mytilene, IG 12(2).68.2 any public office held by rotation for given periods; π. τῆς ἡμέρης the chief command for the day, held by each general in turn, Hdt.6.110.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεία
-
16 πρυτανηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανηΐη
-
17 πτωχεία
A beggary, mendicity,ἐς πτωχηΐην ἀπῖκται Hdt.3.14
;εἰς ἐσχάτην π. ἐλθεῖν Pl.Lg. 936b
;εἰς π. καταστάντες Lys.32.10
: pl., Pl.R. 618a: prov.,πτωχείας πενία ἀδελφή Ar.Pl. 549
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτωχεία
-
18 πτωχηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτωχηΐη
-
19 σατραπεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σατραπεία
-
20 στρατεία
A expedition, campaign, στρατηΐην ποιεῖσθαι ἐς.., ἐπὶ.. , Hdt.1.71, 171, etc.;πολλὰς σ. ἐποιήσαντο Th.2.11
;σ. ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν E.Supp. 116
;σ. ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο Pl.Smp. 219e
, cf. IG12(2).645.15 ([place name] Nesus), etc.; ἀπὸ στρατείας coming from war, after service done, A.Ag. 603, Eu. 631; κατὰ τὴν Σιτάλκου ς. about the time of his expedition, Th.2.101;εἰς δὲ σ. πάντας Ἀργείους ἄγων E.Supp. 229
; ἐπὶ στρατείας εἶναι to be on foreign service, Pl.Smp. 220c (codd., στρατιᾶς Cobet, Burnet); soἐν στρατείᾳ ὄντας X.Cyr.5.2.19
; ἐν τῇ ς. PEnteux.48.3 (iii B.C.);παραγγέλλειν τινὶ σ. κατὰ γῆν X.HG7.1.13
;ἐκδήμους σ. οὐκ ἐξῇσαν Th.1.15
; στρατείαν ξυνεξελθεῖν ib.3;σ. δ' οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
, cf. OGI5.44 (Scepsis, iv B.C.);τῆς σ. γιγνομένης ἐκ καταλόγου Arist.Ath.26.1
; freq. in pl., military service, warfare, Pl.R. 404a; πρὸς ταῖς αὑτοῦ ς. in addition to the campaigns which he is bound to serve, Id.Lg. 878d;ἐν ταῖς σ. μισθοφορεῖν Arist.Ath.27.2
;ἀπὸ σ. ἱππικῶν IGRom.3.58
([place name] Bithynia);στρατείας στρατεύεσθαι IG22.505.54
; ἀφειμένος στρατείας, = Lat. exauctoratus, Plu.2.274a.2 σ. ἐν τοῖς ἐπωνύμοις levy of those liable to serve in the year of such and such archons, Harp. s.v., cf. Arist.Ath.53.7.3 σ. ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν expedition for special service, to train the young soldiers next after serving as περίπολοι, Aeschin.2.168, cf. Suid. s.v. τερθρεία.5 military appointment,ἐπώλησε στρατείας Id.72.12
.— στρατιά is a constant v.l., and is sts. undoubtedly used= στρατεία ( campaign), v. στρατιά 11 and cf. Sch.Ar.Th. 835 (= Eup.369); but στρατεία= army, expeditionary force is very rare, E.IA 495 (restd. in Rh. 263 (lyr.)): in Inscrr. στρατεία never = army, but both - εία (IG22.1132.14, SIG398.2 (Cos, iii B.C.), al.) and - ιά (q.v.) = campaign.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιμβλήϊος — ηΐη, ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο*, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» το μέλι, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ψυχήϊος — ηΐη, ον, Α ιων. τ. προικισμένος με ψυχή, ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
Περσείος — εία, ον και Περσήϊος, ηΐη, ον Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
ετεροίος — ἑτεροῑος, οία, ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, ηΐη, ον) μσν. διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.) αρχ. 1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους 2. ασυνήθιστος, παράδοξος 3. διαφορετικός απ αυτό που έπρεπε να είναι. επίρρ...… … Dictionary of Greek
πήλειος — εία, ον και πηλήϊος, ηΐη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πηλέα («δόμον Πηλήϊον εἴσπω», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, εος / ῆος + επίθημα ιος (πρβλ. Ηράκλειος)] … Dictionary of Greek