-
1 φιληνωρ
1) любящий людей(βιοτά Pind.)
2) любящий мужаπόθος φ. Aesch. — тоска по милому мужу:
στίβοι φιλάνορες Aesch. — память по милом некогда муже -
2 φιλήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήνωρ
-
3 φιλανωρ
-
4 φιλάνωρ
A fond of a man, amorous, conjugal, στίβοι, τρόποι, A.Ag. 411 (lyr.), 856; (lyr.):—[full] φιλήνωρ only in late [dialect] Ep., Musae.267, Coluth.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάνωρ
-
5 φιλ-άνωρ
См. также в других словарях:
φιλήνωρ — ορος, ὁ, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek