-
1 δεισηνωρ
(θυσία Aesch.)
-
2 Δεισήνωρ
Δεισήνωρfearing man: masc nom sg -
3 δεισήνωρ
δεισήνωρfearing man: masc /fem nom sg -
4 δεισήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεισήνωρ
-
5 Δεισήνορα
Δεισήνωρfearing man: masc acc sg -
6 δεισήνορα
δεισήνωρfearing man: masc /fem acc sg
См. также в других словарях:
δεισήνωρ — ( ορος), ο, η (Α) αυτός που φοβάται τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισ(ι) (< δείδω) + ήνωρ (< ανήρ*). Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] … Dictionary of Greek
Δεισήνωρ — fearing man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισήνωρ — fearing man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεισήνορα — Δεισήνωρ fearing man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισήνορα — δεισήνωρ fearing man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek