-
41 πῦρ
πῦρ, τό, gen. πυρός, im plur. nach der 2 Declination, τὰ πυρά, τοῖς πυροῖς, das Feuer; πυρὶ φλεγέϑοντι, Il. 21, 358; ἀΐδηλον, ἀκάματον, ϑεσπιδαές, δήϊον u. ä. (s. diese Wörter); πῠρ μέγα καιόντων, anzünden, 8, 521; auch πῠρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα, 9, 211, u. öfter; u. pass., ἐπεὶ κατὰ πῠρ ἐκάη, da das Feuer niedergebrannt war, 9, 212; bes. das Feuer des Scheiterhaufens, dah. die Leichenbestattung, ἵνα πυρὸς λελάχωσι ϑανόντα, 15, 350. 22, 342 u. öfter, daß sie den Todten theilhaftig machen des Feuers, ihn bestatten; vgl. διδόναι τινὰ πυρί, Her. 1, 86; auch das Opferfeuer, oft bei Hom.; ἐν πυρὶ γενέσϑαι, in Feuer aufgehen, d. i. zu Rauch werden, zu nichte werden, Iliad. 2, 340; πυρά, die Wachtfeuer, 8, 509. 554. 9, 77. 10, 12; πῠρ πνέειν, Feuer schnauben, Pind. Ol. 7, 71 u. A.; vom Blitz, κεραυνὸν ἀενάου πυρός, Pind. P. 1, 6; Tragg. oft: ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός, Aesch. Eum. 108; u. plur. vom Opferfeuer, ἐν πυροῖσι κνισσωτοῖς, Ch. 478; πῠρ ἀνάψουσιν ϑεοῖς, Eur. Or. 1137; von Fackeln, εὔϊόν τε πῠρ, Soph. Ant. 953; vom Blitz, παλτῷ ῥίπτει πυρί, 131; τὸ πῠρ ἐγρήγορεν, Ar. Lys. 306; διὰ τοῠ πυρὸς βαδί. ζειν, 133; – das Feuer als Element, ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μίξαντες, Plat. Prot. 320 d, vgl. Legg. X, 889 b; etwas Sprichwörtliches haben die Verbindungen βασανίζοντες πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί, Rep. III, 413 e; φεύγων ἂν καπνὸν δουλείας εἰς πῠρ δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, II, 379 c, εἰς πῠρ ξαίνειν, Legg. VI, 780 c; τὰ πυρά, Wachtfeuer, Xen. Hell. 1, 6, 20 u. sonst; διὰ πυρὸς ἰέναι, durchs Feuer laufen, sich freiwillig in die größte Gefahr begeben, Mem. 1, 3, 9, vgl. Conv. 4, 16; πῠρ ἐμβάλλειν, Pol. 5, 8, 9, der auch vrbdt ἐλϑὼν εἰς τὰς πράξεις ὥςπερ εἰς πῠρ, 33, 9, 3, u. wie ἡ ἐκ πυρὸς βάσανος, 22, 3, 7, auch τὴν ἐκ πυρὸς παρέχεσϑαι χάριν, 40, 8, 6, welche die Feuerprobe bestanden hat; vgl. noch Dem. ἀξιοπιστότερος τοῠ κατὰ τῶν παίδων ὀμνύντος καὶ διὰ τοῠ πυρός, 54, 40. – Auch = Fieberhitze, πυρετός, Hippocr. – Uebtr., Feuer, Heftigkeit, Leidenschaftlichkeit, Sp. bes. von der Liebe, ἀρσενικόν Callim. 9 (V, 6). – [Υ ist in allen zweisylbigen Casus kurz, u. so in allen Ableitungen u. Zusammensetzungen.] – Vgl. πύϊρ.
-
42 πυρ
πῠρός τό (pl.: πυρά, dat. πυροῖς - поэт. πυροῖσι)1) (тж. π. φλογός NT.) огонь, пламяνηυσὴ π. ἐμβάλλειν Hom. — поджигать (досл. метать огонь в) суда;
π. πνεῖν Soph. — извергать пламя;ἐν πυρὴ γενοίατο! Hom. — пусть погибнут в огне!;φλὸξ πυρὸς βάτου NT. — горящий терновый куст;ἄνθρακες:πυρός NT. — горящие уголья;ὀφθαλμώ οἱ πυρὴ λάμπετον Hom. — глаза его горят огнем;φεύγοντα καπνὸν εἰς π. ἐμπίπτειν погов. Plat. — избегая дыма, попасть в огонь (ср. из огня да в полымя);π. ἐπὴ π. ἄγειν погов. Plat. — добавлять огонь к огню (ср. подливать масла в огонь);μετά τινος διὰ πυρὸς βαδίζειν погов. Arph. — разделять с кем-л. любые опасности;εἰς π. ξαίνειν погов. Plat. — чесать (шерсть) в огонь (ср. толочь воду в ступе)2) погребальный костер(ἐνὴ πυρὴ θέμεναί τινα Hom.)
3) жертвенный огонь(θυηλὰς ἐν πυρὴ βάλλειν Hom.)
4) небесный огонь, молния(π. καὴ στεροπαί Soph.)
5) перен. жар, пыл, страсть(θάλπειν τῷ ἀνηκέστῳ πυρί Soph.)
6) (= τὸ θερμόν) температура пламени(ἕτερον τὸ χρυσοχοϊκὸν π. ἀποτελεῖ καὴ τὸ μαγειρικόν Arst.)
-
43 πῦρ
πῡρ (πῦρ, πυρός, πυρί, πῦρ.)1 fireaὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμάν O. 1.48
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ O. 10.36
Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν O. 13.90
τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός P. 1.6
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21
πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πυρὶ καιόμενος P. 3.102
φλόγ' πνέον καιομένοιο πυρος P. 4.225
πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει P. 4.233
εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.62
γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ i. e. earthenware N. 10.35ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.30
χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.98
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 1. θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ... πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ fr. 146. 1. πυρὶ δ' ὑπνόωντε σώματα ( ὤπτων coni. Snell) fr. 168. 3. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.b heatἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.50
-
44 ἄνθος
ἄνθος, τό (ἀνά, ἀνήνοϑα, nicht von ἄω, ἄημι), 1) das Aufkeimende, τέρεν' ἄνϑεα ποίης Od. 9, 449. Gew. Blüthe, Blume, von Hom. an überall. Häufig übertr., das Schönste, Ausgezeichnetste, wie unser: die Blüthe; ἥβης, die Jugendblüthe, blühendes Alter, Il. 13, 484, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον; πυρὸς ἄνϑος von Aristarch verworfene v. l. Iliad. 9, 212 αὐτὰρ ἐπεὶ πυρὸς ἄνϑος ἀπέπτατο, παύσατο δὲ φλόξ, s. Scholl. Didym.; ἄνϑος ἥβας Pind. P. 4, 158; Aesch. Suppl. 649 u. öfter; κουρήϊον ἄνϑος h. Cer. 108; ἡβώντων Soph. Tr. 540; ὥρας Xen. Symp. 8, 14; σώματος, Schönheit, Plat. Conv. 183 c, u. ohne Zusatz Rep. X, 601 b; ἀνδρῶν, Ἀργείων, die Blüthe der Männer, der Argiver, Aesch. Pers. 59. 889 Ag. 190. Auch von leblosen Dingen, χρημάτων ἐξαίρετον ἄνϑος Ag. 929; ἔρωτος 623; ὕμνων Pind. Ol. 6, 105. 9, 52; ebenso ἀέϑλων, τεϑρίππων, Ὀλυμπιάδος, Ehre, Schmuck, 7, 80. 2, 55 N. 6, 65; ἄνϑη, ohne weitern Zusatz, bei Cic. Att. 16, 11, die schönsten Stellen einer Schrift; auch von schlimmen Dingen, μανίας, der höchste Grad des Wahnsinnes, Soph. Tr. 995; ἀνίας frg. 182. Bei Aesch. Prom. 7 ist τὸ σὸν γὰρ ἄνϑος, παντέχνου πυρὸς σέλας interpungiren, u. nicht ἄνϑος mit πυρός zu verbinden, deinen Schmuck, Schol. τὸν σὸν κόσμον. In ἄνϑος οἴνου ist an flos vini, eine Art Kahm auf sehr altem edlen Wein zu denken; aber οἶνος λευκῷ πεπυκασμένος ἄνϑει ist vom Schaume zu verstehen, Ath. – 2) die Blüthenpracht, Farbe, Farbenschimmer, Glanz, ἱμάτιον πᾶσιν ἄνϑεσι πεποικιλμένον Plat. Rep. VIII, 557 c; ἄνϑος καϑαρόν, vom Glanz des Goldes, Theogn. 444; bes. vom Purpur, Plat. Rep. IV, 429 d; πρίνου ἄνϑος, Scharlachfarbe, Simonid.; πορφύρας Plut. Bei Hippocr. προσώπου ἄνϑη = ἐξανϑήματα, Ausschlag.
-
45 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
46 διά
διά prep. w. gen. and acc. (Hom.+) (for lit. s. ἀνά, beg.); the fundamental idea that finds expression in this prep. is separation, esp. in the gen., with the gener. sense ‘through’; in the acc. the gener. sense also is ‘through’ (cp. the semantic range in Eng.), but primarily with a causal focus ‘owing to’.A. w. gen.① marker of extension through an area or object, via, throughⓐ w. verbs of going διέρχεσθαι διὰ πάντων (sc. τόπων, EpArist 132) go through all the places Ac 9:32; cp. Mt 12:43; Lk 11:24. ἀπελεύσομαι διʼ ὑμῶν εἰς I will go through your city on the way to Ro 15:28; cp. 2 Cor. 1:16. διαβαίνειν Hb 11:29. διαπορεύεσθαι διὰ σπορίμων Lk 6:1. εἰσέρχεσθαι διὰ τῆς πύλης (Jos., Ant. 13, 229) Mt 7:13a; τ. θύρας J 10:1f; cp. vs. 9. παρέρχεσθαι διὰ τ. ὁδοῦ pass by along the road Mt 8:28; cp. 7:13b. παραπορεύεσθαι Mk 2:23; 9:30. περιπατεῖν διὰ τοῦ φωτός walk about through or in the light Rv 21:24. ὑποστρέφειν διὰ Μακεδονίας return through M. Ac 20:3.—Ἰης. ὁ ἐλθὼν διʼ ὕδατος καὶ αἵματος 1J 5:6 first of all refers quite literally to Jesus’ passing through water at the hand of John and through blood at his death (on the expression ‘come through blood’ in this sense cp. Eur., Phoen. 20 in Alex. Aphr., Fat. 31 II 2 p. 202, 10, of the oracle to Laius the father of Oedipus, concerning the bloody downfall of his house: πᾶς σὸς οἶκος βήσεται διʼ αἵματος). But mng. 3c may also apply: Jesus comes with the water of baptism and with the blood of redemption for his own.—AKlöpper, 1J 5:6–12: ZWT 43, 1900, 378–400.—The ῥῆμα ἐκπορευόμενον διὰ στόματος θεοῦ Mt 4:4 (Dt 8:3) is simply the word that proceeds out of the mouth of God (cp. Theognis 1, 18 Diehl3 τοῦτʼ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων; Pittacus in Diog. L. 1, 78 διὰ στόματος λαλεῖ; Chrysippus argues in Diog. L. 7, 187: εἴ τι λαλεῖς, τοῦτο διὰ τοῦ στόματός σου διέρχεται, i.e. if one e.g. says the word ἅμαξα, a wagon passes through the person’s lips; TestIss 7:4 ψεῦδος οὐκ ἀνῆλθε διὰ τ. χειλέων μου. Cp. also δέχεσθαι διὰ τῶν χειρῶν τινος Gen 33:10 beside δέχ. ἐκ τ. χειρ. τινος Ex 32:4).ⓑ w. other verbs that include motion: οὗ ὁ ἔπαινος διὰ πασῶν τ. ἐκκλησιῶν (sc. ἀγγέλλεται) throughout all the congregations 2 Cor 8:18. διαφέρεσθαι διʼ (v.l. καθʼ) ὅλης τῆς χώρας be spread through the whole region Ac 13:49. διὰ τ. κεράμων καθῆκαν αὐτόν they let him down through the tile roof Lk 5:19. διὰ τοῦ τείχους καθῆκαν through an opening in the wall (Jos., Ant. 5, 15) Ac 9:25; cp. 2 Cor 11:33. (σωθήσεται) ὡς διὰ πυρός as if he had come through fire 1 Cor 3:15. διασῴζεσθαι διʼ ὕδατος be brought safely through the water 1 Pt 3:20.—διʼ ὅλου J 19:23 s. ὅλος 2.ⓐ of a whole period of time, to its very end throughout, through, during διὰ παντός (sc. χρόνου. Edd. gener. write διὰ παντός, but Tdf. writes διαπαντός exc. Mt 18:10) always, continually, constantly (Hdt. 1, 122, 3; Thu. 1, 38, 1; Vett. Val. 220, 1; 16; PLond I, 42, 6 [172 B.C.] p. 30; BGU 1078, 2; PGM 7, 235; LXX; GrBar 10:7; EpArist index; Jos., Ant. 3, 281; SibOr Fgm. 1, 17; Just., D. 6, 2; 12, 3 al.) Mt 18:10; Mk 5:5; Lk 24:53; Ac 2:25 (Ps 15:8); 10:2; 24:16; Ro 11:10 (Ps 68:24); 2 Th 3:16; Hb 9:6; 13:15; Hm 5, 2, 3; Hs 9, 27, 3. διὰ νυκτός during the night, overnight (νύξ 1b) Ac 23:31. διʼ ὅλης νυκτός the whole night through Lk 5:5; J 21:6 v.l. (X., An. 4, 2, 4; Diod S 3, 12, 3 διʼ ὅλης τῆς νυκτός; PGM 4, 3151; Jos., Ant. 6, 37; cp. διʼ ἡμέρας all through the day: IPriene 112, 61 and 99; 1 Macc 12:27; 4 Macc 3:7). διʼ ἡμερῶν τεσσεράκοντα Ac 1:3 means either for forty days (Philo, Vi. Cont. 35 διʼ ἓξ ἡμερῶν. So AFridrichsen, ThBl 6, 1927, 337–41; MEnslin, JBL 47, 1928, 60–73) or (s. b below) now and then in the course of 40 days (B-D-F §223, 1; Rob. 581; WMichaelis, ThBl 4, 1925, 102f; Bruce, Acts). διὰ παντὸς τοῦ ζῆν throughout the lifetime Hb 2:15 (cp. διὰ παντὸς τοῦ βίου: X., Mem. 1, 2, 61; Pla., Phileb. 39e; Dionys. Hal. 2, 21; διʼ ὅλου τοῦ ζῆν EpArist 130; 141; 168).ⓑ of a period of time within which someth. occurs during, at (PTebt 48, 10) διὰ (τῆς) νυκτός at night, during the night (Palaeph. 1, 10; PRyl 138, 15 κατέλαβα τοῦτον διὰ νυκτός; Jos., Bell. 1, 229. S. νύξ 1b end) Ac 5:19; 16:9; 17:10. διὰ τῆς ἡμέρας during the day Lk 9:37 D (Antig. Car. 128 διὰ πέμπτης ἡμέρας=on the fifth day). διὰ τριῶν ἡμερῶν within three days Mt 26:61; Mk 14:58.ⓒ of an interval of time, after (Hdt. 6, 118, 3 διʼ ἐτέων εἴκοσι; Thu. 2, 94, 3; X., Mem. 2, 8, 1; Diod S 5, 28, 6 of transmigration of souls: διʼ ἐτῶν ὡρισμένων [=after the passing of a certain number of years] πάλιν βιοῦν; OGI 56, 38; 4 Macc 13:21; Jos., Ant. 4, 209): διʼ ἐτῶν πλειόνων after several years Ac 24:17. διὰ δεκατεσσάρων (s. under δέκα) ἐτῶν after 14 years Gal 2:1. διʼ ἡμερῶν several days afterward Mk 2:1. διὰ ἱκανοῦ χρόνου after (quite) some time Ac 11:2 D (X., Cyr. 1, 4, 28 διὰ χρόνου).③ marker of instrumentality or circumstance whereby someth. is accomplished or effected, by, via, throughⓐ of means or instrument γράφειν διά χάρτου καὶ μέλανος write w. paper and ink 2J 12; cp. 3J 13 (Plut., Sol. 87 [17, 3]). διὰ πυρὸς δοκιμάζειν test by fire 1 Pt 1:7. διὰ χρημάτων κτᾶσθαι Ac 8:20. Hebraistically in expr. denoting activity διὰ χειρῶν τινος (LXX) Mk 6:2; Ac 5:12; 14:3; 19:11, 26. Differently γράφειν διὰ χειρός τινος write through the agency of someone 15:23; cp. 11:30. εἰπεῖν διὰ στόματός τινος by the mouth of someone (where the usage discussed in A1a is influential) 1:16; 3:18, 21; 4:25. εὔσημον λόγον διδόναι διὰ τῆς γλώσσης utter intelligible speech with the tongue 1 Cor 14:9. διὰ τοῦ νοὸς λαλεῖν speak, using one’s reason (=consciously; opp., ecstatic speech) vs. 19 v.l. Of the work of Christ: περιποιεῖσθαι διὰ τοῦ αἵματος obtain through his blood Ac 20:28; cp. Eph 1:7; Col 1:20. Also διὰ τοῦ θανάτου Ro 5:10; Col 1:22; Hb 2:14; διὰ τοῦ σώματος Ro 7:4; διὰ τῆς ἰδίας σαρκός AcPlCor 2:6; cp. 2:15; διὰ τοῦ σταυροῦ Eph 2:16; διὰ τῆς θυσίας Hb 9:26; διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος Ἰησοῦ through the offering of the body of Jesus 10:10; διὰ παθημάτων 2:10.ⓑ of manner, esp. w. verbs of saying: ἀπαγγέλλειν διὰ λόγου by word of mouth Ac 15:27; cp. 2 Th 2:15. διʼ ἐπιστολῶν by letter (POxy 1066, 9; 1070, 14f πολλάκις σοι γράψας διὰ ἐπιστολῶν πολλῶν; Tat. 12:3 δια γραφῆς in writing) 1 Cor 16:3; 2 Cor 10:11; cp. 2 Th 2:2, 15. διὰ λόγου πολλοῦ w. many words Ac 15:32. διʼ ὁράματος εἰπεῖν in a vision 18:9. διὰ παραβολῆς in an illustrative way, in a parable Lk 8:4. διὰ προσευχῆς καὶ δεήσεως προσεύχεσθαι call on (God) w. prayer and supplication Eph 6:18. διὰ βραχέων ἐπιστέλλειν write briefly Hb 13:22 (cp. 1 Pt 5:12 P72; Isocr. 14, 3; Lucian, Tox. 56; EpArist 128; Ath. 17:1 σκέψασθε … διὰ βρ.). Also διʼ ὀλίγων γράφειν 1 Pt 5:12 (Pla., Phileb. 31d; UPZ 42, 9 [162 B.C.]; 2 Macc 6:17).ⓒ of attendant or prevailing circumstance (Kühner-G. I 482f; X., Cyr. 4, 6, 6 διὰ πένθους τὸ γῆρας διάγων; Just., D. 105, 2 διʼ οὗ πάθους ἔμελλενἀποθνῄσκειν; PTebt 35, 9 [111 B.C.] διὰ τῆς γνώμης τινός=with someone’s consent; Jos., Bell. 4, 105) σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου you who, (though provided) with the written code and circumcision, are a transgressor/violator of the law Ro 2:27. διʼ ὑπομονῆς 8:25. διὰ προσκόμματος eat with offense (to the scruples of another) 14:20. διʼ ἀκροβυστίας in a state of being uncircumcised 4:11. διὰ πολλῶν δακρύων with many tears 2 Cor 2:4. Cp. 6:7. διὰ τῆς ἐπιγνώσεως 2 Pt 1:3 ( through recognition [of God as source of the gifts], s. Danker, Benefactor 457). διὰ πυρός in fiery form AcPlCor 2:13.—Here prob. belongs σωθήσεται διὰ τῆς τεκνογονίας 1 Ti 2:15 (opp. of the negative theme in Gen. 3:16), but s. d next. On 1J 5:6 s. A1a above.ⓓ of efficient cause via, through διὰ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας ( only) recognition of sin comes via the law Ro 3:20; cp. 4:13. τὰ παθήματα τὰ διὰ τοῦ νόμου passions aroused via the law 7:5. διὰ νόμου πίστεως by the law of faith 3:27; Gal 2:19. ἀφορμὴν λαμβάνειν διὰ τῆς ἐντολῆς Ro 7:8, 11; cp. 13. διὰ τ. εὐαγγελίου ὑμᾶς ἐγέννησα (spiritual parenthood) 1 Cor 4:15. Perh. 1 Ti 2:15 but s. c, above. διὰ τῆς σοφίας with its wisdom 1 Cor 1:21; opp. διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος through the folly of proclamation = foolish proclamation ibid. διὰ τῆς Λευιτικῆς ἱερωσύνης Hb 7:11. Freq. διὰ (τῆς) πίστεως Ro 1:12; 3:22, 25, 30f; Gal 2:16; 3:14, 26; Eph 2:8; 3:12, 17 al. Cp. AcPl Cor 2:8. πίστις διʼ ἀγάπης ἐνεργουμένη faith which works through (=expresses itself in) deeds of love Gal 5:6. διὰ θελήματος θεοῦ if God is willing Ro 15:32; by the will of God 1 Cor 1:1; 2 Cor 1:1; 8:5; Eph 1:1; Col 1:1; 2 Ti 1:1.ⓔ of occasion διὰ τῆς χάριτος by virtue of the grace Ro 12:3; Gal 1:15 (Just., D. 100, 2).—3:18; 4:23; Phlm 22. διὰ δόξης καὶ ἀρετῆς in consequence of his glory and excellence 2 Pt 1:3 v.l.ⓕ in wording of urgent requests διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ θεοῦ by the mercy of God Ro 12:1; cp. 15:30; 1 Cor 1:10; 2 Cor 10:1.④ marker of pers. agency, through, byⓐ with focus on agency through ( the agency of), by (X., An. 2, 3, 17 διʼ ἑρμηνέως λέγειν; Menand., Fgm. 210, 1 οὐθεὶς διʼ ἀνθρώπου θεὸς σῴζει … ἑτέρου τόν ἕτερον; Achilles Tat. 7, 1, 3 διʼ ἐκείνου μαθεῖν; Just., D. 75, 4 διὰ παρθένου γεννηθῆναι; PMert 5, 8 γεομετρηθῆναι διʼ αὐτοῦ) ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου Mt 1:22; 2:15, 23; 4:14 al. (cp. Just., A I, 47, 5 διὰ Ἠσαίου τοῦ πρ.). γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν Lk 18:31; cp. Ac 2:22; 10:36; 15:12 al. διʼ ἀνθρώπου by human agency Gal 1:1. διὰ Μωϋσέως through Moses (Jos., Ant. 7, 338; Mel., P. 11, 77 διὰ χειρὸς Μωυσέως) J 1:17; under Moses’ leadership Hb 3:16. διʼ ἀγγέλων by means of divine messengers (TestJob 18:5 διὰ τοῦ ἀγγέλου; cp. Jos., Ant. 15, 136, but s. n. by RMarcus, Loeb ed., ad loc.) Gal 3:19; Hb 2:2. πέμψας διὰ τ. μαθητῶν εἶπεν sent and said through his disciples Mt 11:2f. Cp. the short ending of Mk. γράφειν διά τινος of the bearer IRo 10:1; IPhld 11:2; ISm 12:1, but also of pers. who had a greater or smaller part in drawing up some document (Dionys. of Cor. in Eus., HE 4, 23, 11) 1 Pt 5:12 (on the practice s. ERichards, The Secretary in the Letters of Paul ’91). In this case διά comes close to the mng. represented by (LWenger, D. Stellvertretung im Rechte d. Pap. 1906, 9ff; Dssm., LO 98 [LAE 123f]). So also κρίνει ὁ θεὸς διὰ Χρ. Ἰ. God judges, represented by Christ Jesus Ro 2:16. Christ as intermediary in the creation of the world J 1:3, 10; 1 Cor 8:6; Col 1:16.—εὐχαριστεῖν τ. θεῷ διὰ Ἰ. Χρ. thank God through Jesus Christ Ro 1:8; 7:25; Col 3:17.—Occasionally the mediation becomes actual presence (references for this usage in BKeil, Anonymus Argentinensis 1902, p. 192, 1; 306 note) διὰ πολλῶν μαρτύρων in the presence of many witnesses 2 Ti 2:2 (Simplicius in Epict. p. 114, 31 διὰ θεοῦ μέσου=in the presence of God as mediator; Philo, Leg. ad Gai. 187 τὸ διὰ μαρτύρων κλαίειν=weeping in the presence of witnesses).ⓑ with focus on the originator of an action (Hom. et al.; pap, LXX, EpArist)α. of human activity (PSI 354, 6 [254 B.C.] τὸν χόρτον τὸν συνηγμένον διʼ ἡμῶν=by us; 500, 5; 527, 12; 1 Esdr 6:13; 2 Macc 6:21; 4 Macc 1:11) 2 Cor 1:11 (where διὰ πολλῶν resumes ἐκ πολλῶν προσώπων). ᾧ παρέλαβε κανόνι διὰ τῶν μακαρίων προφήτων καὶ τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου AcPlCor 2:36.β. of divine activity:—of God (Aeschyl., Ag. 1485; Pla., Symp. 186e ἡ ἰατρικὴ πᾶσα διὰ τ. θεοῦ τούτου [Asclepius] κυβερνᾶται; Ael. Aristid., Sarap. [Or. 8 Dind.=45 Keil] 14 K. πάντα γὰρ πανταχοῦ διὰ σοῦ τε καὶ διὰ σὲ ἡμῖν γίγνεται; Zosimus in CALG p. 143 and a magic ring in introd. 133; EpArist 313) 1 Cor 1:9 διʼ οὗ ἐκλήθητε (v.l. ὑπό s. καλέω 4); Ro 11:36 (s. Norden, Agn. Th. 240–50; 347f); Hb 2:10b (s. B 2a, below; cp. Ar. 1:5 διʼ αὐτοῦ … τὰ πάντα συνέστηκεν).—Of Christ Ro 1:5; 5:9, 17f, 21; 8:37; 2 Cor 1:20 al. (ASchettler, D. paulin. Formel ‘durch Christus’ 1907; GJonker, De paulin. formule ‘door Christus’: ThSt 27, 1909, 173–208).—Of the Holy Spirit Ac 11:28; 21:4; Ro 5:5.⑤ At times διά w. gen. seems to have causal mng. (Rdm. 142; POxy 299, 2 [I A.D.] ἔδωκα αὐτῷ διὰ σοῦ=because of you; Achilles Tat. 3, 4, 5 διὰ τούτων=for this reason; in Eng. cp. Coleridge, Anc. Mariner 135–36: Every tongue thro’ utter drouth Was wither’d at the root, s. OED s.v. ‘through’ I B 8) διὰ τῆς σαρκός because of the resistance of the flesh Ro 8:3.—2 Cor 9:13.—On the use of διά w. gen. in Ro s. Schlaeger, La critique radicale de l’épître aux Rom.: Congr. d’ Hist. du Christ. II 111f.B. w. acc.① marker of extension through an area, through (Hom. and other early Gk. only in poetry, e.g. Pind. P. 9, 123 διʼ ὅμιλον ‘through the throng’; Hellenistic prose since Dionys. Hal. [JKäser, D. Präpositionen b. Dionys. Hal., diss. Erlangen 1915, 54]; ISyriaW 1866b τὸν πάτρωνα διὰ πάντα of the governor of a whole province) διήρχετο διὰ μέσον Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας Lk 17:11 (cp. SibOr 3, 316 ῥομφαία διελεύσεται διὰ μέσον σεῖο).② marker of someth. constituting causeⓐ the reason why someth. happens, results, exists: because of, for the sake of (do something for the sake of a divinity: UPZ 62, 2 [161 B.C.] διὰ τὸν Σάραπιν; JosAs 1:10 διʼ αὐτήν; ApcSed 3:3 διὰ τὸν ἄνθρωπον; Tat. 8:2 διὰ τὸν … Ἄττιν; Ath. 30, 1 διὰ τὴν Δερκετώ) hated because of the name Mt 10:22; persecution arises because of teaching 13:21; because of unbelief vs. 58; because of a tradition 15:3; διὰ τὸν ἄνθρωπον (the sabbath was designed) for people Mk 2:27; because of Herodias Mk 6:17 (cp. Just. D. 34, 8 διὰ γυναῖκα); because of a crowd Lk 5:19; 8:19 al; because of Judeans Ac 16:3. διὰ τὸν θόρυβον 21:34; because of rain 28:2. Juristically to indicate guilt: imprisoned for insurrection and murder Lk 23:25. διʼ ὑμᾶς on your account=through your fault Ro 2:24 (Is 52:5). διὰ τὴν πάρεσιν because of the passing over 3:25 (but s. WKümmel, ZTK 49, ’52, 164). διὰ τὰ παραπτώματα on account of transgressions 4:25a (cp. Is 53:5; PsSol 13:5); but διὰ τὴν δικαίωσιν in the interest of justification vs. 25b; s. 8:10 for a sim. paired use of διὰ. διὰ τὴν χάριν on the basis of the grace 15:15. διʼ ἀσθένειαν τῆς σαρκός because of a physical ailment (cp. POxy 726, 10f [II A.D.] οὐ δυνάμενος διʼ ἀσθένειαν πλεῦσαι. Cp. ἀσθένεια 1) Gal 4:13. διὰ τὸ θέλημα σου by your will Rv 4:11. διὰ τὸν χρόνον according to the time = by this time Hb 5:12 (Aelian, VH 3, 37 δ. τὸν χρ.=because of the particular time-situation).—W. words denoting emotions out of (Diod S 5, 59, 8 διὰ τὴν λύπην; 18, 25, 1 διὰ τὴν προπέτειαν=out of rashness; Appian, Celt. 1 §9 διʼ ἐλπίδα; 2 Macc 5:21; 7:20; 9:8; 3 Macc 5:32, 41; Tob 8:7): διὰ φθόνον out of envy Mt 27:18; Phil 1:15. διὰ σπλάγχνα ἐλέους out of tender mercy Lk 1:78. διὰ τ. φόβον τινός out of fear of someone J 7:13. διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην out of the great love Eph 2:4. διὰ τ. πλεονεξίαν in their greediness B 10:4.—Of God as the ultimate goal or purpose of life, whereas διά w. gen. (s. A4bβ above) represents God as Creator, Hb 2:10a (s. Norden, op. cit.; PGM 13, 76 διὰ σὲ συνέστηκεν … ἡ γῆ). Cp. J 6:57 (s. Bultmann ad loc.) PtK 2.ⓑ in direct questions διὰ τί; why? (Hyperid. 3, 17; Dio Chrys. 20 [37], 28; Ael. Aristid. 31 p. 597 D.; oft. LXX; TestJob 37:8; TestLevi 2:9; GrBar, Tat; Mel., Fgm. 8b, 42) mostly in an interrogative clause Mt 9:11, 14; 13:10; 15:2f; 17:19; 21:25; Mk 2:18; 11:31; Lk 5:30; 19:23, 31; 20:5; 24:38; J 7:45; 8:43, 46; 12:5; 13:37; Ac 5:3; 1 Cor 6:7; Rv 17:7. Simply διὰ τί; (Hyperid. 3, 23) Ro 9:32; 2 Cor 11:11. Also διατί (always in t.r. and often by Tdf.; TestJob 46:2) B 8:4, 6; Hm 2:5; Hs 5, 5, 5. Kvan Leeuwen Boomkamp, Τι et Διατι dans les évangiles: RevÉtGr 39, 1926, 327–31.—In real and supposed answers and inferences διὰ τοῦτο therefore (X., An. 1, 7, 3; 7, 19; oft. LXX; JosAs 7:7; Ar. 12, 2; Just., A I, 44, 5 al.; Demetr.: 722 Fgm. 2, 3 Jac.) Mt 6:25; 12:27, 31; 13:13, 52; 14:2; 18:23; 21:43; 23:13 v.l.; 24:44; Mk 11:24; 12:24; Lk 11:19 al. Also διὰ ταῦτα (Epict.) Eph 5:6. διὰ τοῦτο ὅτι for this reason, (namely) that J 5:16, 18; 8:47; 10:17; 12:18, 39; 15:19; 1J 3:1. διὰ τοῦτο ἵνα for this reason, (in order) that (Lucian, Abdic. 1) J 1:31; 2 Cor 13:10; 1 Ti 1:16; Phlm 15. Also διὰ τοῦτο ὅπως Hb 9:15.ⓒ διά foll. by inf. or acc. w. inf., representing a causal clause, because (Gen 39:9; Dt 1:36; 1 Macc 6:53; GrBar 8:4; Demetr.: 722 fgm 1:1 al.) διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος because it had no depth Mt 13:5f; Mk 4:5f (διὰ τὸ μή w. inf.: X., Mem. 1, 3, 5; Hero Alex. I 348, 7; III 274, 19; Lucian, Hermot. 31); because lawlessness increases Mt 24:12; διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου Δ.. Lk 2:4; because it was built well 6:48 al. διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων because it was said by some Lk 9:7 (for the constr. cp. Herodian 7, 12, 7 διὰ τὸ τὰς ἐξόδους ὑπὸ τ. πυρὸς προκατειλῆφθαι=because the exit-routes were blocked by the fire).ⓓ instead of διά w. gen. to denote the efficient cause we may have διά, byα. w. acc. of thing (schol. on Pind., N. 4, 79a; 2 Macc 12:11; EpArist 77) διὰ τὸ αἷμα by the blood Rv 12:11. διὰ τὰ σημεῖα by the miracles 13:14.β. w. acc. of pers. and freq. as expr. of favorable divine action (Aristoph., Plut. 468; Dionys. Hal. 8, 33, 3, 1579 μέγας διὰ τ. θεούς ἐγενόμην; Ael. Aristid. 24, 1 K.=44 p. 824 D.: διʼ οὓς [= θεούς] ἐσώθην; SIG 1122; OGI 458, 40; PGM 13, 579 διῳκονομήθη τ. πάντα διὰ σέ; EpArist 292; Sir 15:11; 3 Macc 6:36: other exx. in SEitrem and AFridrichsen, E. christl. Amulett auf Pap. 1921, 24). ζῶ διὰ τὸν πατέρα J 6:57 (cp. PKöln VI, 245, 16 of Isis σὺ κυρεῖς τὰ πάντα, διὰ σὲ δʼ εἰσορῶ φαός ‘you are responsible for everything and thanks to you I can see light’). διὰ τὸν ὑποτάξαντα by the one who subjected it Ro 8:20.—DELG. M-M. TW. -
47 σέλας
σέλας, αος, τό, Licht, Glanz, Strahl, Schimmer; Hom., bes. πυρός, πυρὸς καιομένοιο u. αἰϑομένοιο, Il. öfter, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσϑην ὡςεί τε πυρὸς σέλας, 19, 366; u. einfach, ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡςεὶ σέλας ἐξεφάανϑεν, ib. 17 (vgl. ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας Aesch. Prom. 356, u. Eur. Cycl. 659); μήνης, 19, 374, u. dgl.; σέλας ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 39; oft bei Tragg.: φαιδρὸν ἁλίου σέλας, Aesch. Eum. 886; τὸ παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον, Soph. Phil. 974, vom feuerspeienden Berge; λαμπάδων, Eur. Or. 1573 u. öfter; insbes. der Blitz, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας μετὰ λαὸν ᾿Αχαιῶν, Il. 8, 76; wie σέλας Διός Soph. O. C. 95; σέλας ἐκ τοῠ οὐρανοῠ, Her. 3, 28; auch vom Tageslichte, Soph. Ai. 843; Plat. Crat. 409 b sagt τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν. – Der dat. lautet bei Hom. σέλαϊ, Il. 17, 739, u. σέλᾳ, Od. 21, 246; gen. σέλαος, Hes. Th. 867. Bei att. Dichtern auch plur. σέλᾱ, wie Bass. 5 (IX, 289).
-
48 ΑἼΘω
ΑἼΘω, nur praes. u. impf., brennen, Hom. αἰϑομένας δαΐδας Od. 1, 428. 434. 7, 101, λαμπτῆρσι αἰϑομένοισιν Od. 18, 343, αἰϑόμενον δαλόν Iliad. 13, 320, αἰϑομένοις ἱεροῖσιν Iliad. 11, 775 Od. 12, 362, ἄστεος αἰϑομένοιο Iliad. 21, 523, πυρὸς αἰϑομένοιο Iliad. 6, 182. 8, 563. 10, 246. 11, 596. 13, 673. 14, 396. 16, 81. 18, 1. 22, 150 Od. 11, 220. 19, 39. 20, 25, πυρὸς αἰϑομένου Iliad. 22, 135, αἰϑόμενον πῠρ Iliad. 16, 293. Aristarch behauptete, daß in der Verbdg mit πῦρ die passive (mediale) Form αἰϑόμενος activen Sinn habe, Aristonic. Iliad. 16, 81 πυρὸς αἰϑομένοιο: ἡ διπλῆ, ὅτι παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ, αἰϑομένοιο ἀντὶ τοῦ αἴϑοντος, vgl. Friedlaend. Ariston. 2 f. – Act., αἴϑειν πῠρ Her. 4, 145; – Aesch. Ag. 1410, δαλόν Ch. 599; ἱερά Soph. Phil. 1022; λαμπάδας Rhes. 95; – σέλας Rhian. 4 (XII, 93); – λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, sie brannten nicht mehr, Soph. Ai. 279; – φλὸξ αἴϑουσα Pind. Ol. 7, 48. – Pass., αἰϑόμενον πῠρ Pind. Ol. 1, 1; πεύκης σίλας αἴϑεται Eur. Tr. 2984 πᾶσα ἡ χώρα αἴϑεσϑαι ἐδόκει, schien in Flammen zu stehen, Xen. An. 6. 3, 19. Uebertr. ἔρωτι αἴϑεσϑαι Xen. Cyr. 5, 1, 15; Theocr. 7, 102; Ap. Rh. δίψαν αἰϑομένην 4, 1418, τραύματος αἰϑομένοιο 4, 600.
-
49 μειλίσσω
Aμειλίξατο Id.1.650
: —make mild, soothe, treat kindly, τινα Theoc.16.28; esp. appease, propitiate: rarely c. gen., πυρὸς μειλισσέμεν (like πυρὸς χαρίζεσθαι) to appease [the dead] by fire, i.e. funeral rites, Il.7.410; of rivers, λιπαροῖς χεύμασι γαίας.. μειλίσσοντες οὖδας gladdening the soil with rich streams, A.Supp. 1029 (lyr.);ὀργὰς μ. E.Hel. 1339
(lyr.); μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις, Lyc.542, A.R.4.708.II [voice] Pass., to be soothed, grow calm, h. Cer. ; to be subdued,πυρὸς μειλίσσετ' ἀϋτμή A.R.3.531
.III [voice] Med., use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity, Od. 3.96.2 propitiate,Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε A.R.1.860
;συκοφάντας ἀπομαγδαλιᾷ Philostr.VA7.23
; soften, subdue,ἔθνη.. καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Plu.2.330b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλίσσω
-
50 πολύπυρος
A rich in corn, epith. of fruitful lands, Il. 11.756, 15.372, Od.14.335,al., A.Supp. 555 (lyr.), AP6.258 ([place name] Adaeus), Dsc.1.127;ἄγυια Hymn.Is.2
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπυρος
-
51 ἐσχάρα
ἐσχάρ-α, [dialect] Ion. [suff] ἐσχαρ-άρη [pron. full] [ᾰ], ἡ, [dialect] Ep. gen. and dat. ἐσχαρόφιν ( ἀπ' ἐσχ- Od.7.169,Aἐπ' ἐσχ- 5.59
, 19.389):—hearth, fire-place, like ἑστία, Hom. (esp. in Od.),ἡ μὲν ἐπ' ἐσχάρῃ ἧστο Od.6.52
; ἧσται ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ ib. 305 ; of suppliants, .3 Τρώων πυρὸς ἐσχάραι watch-fires of the camp, Il.10.418.II sacrificial hearth (hollowed out in the ground and so dist. from βωμός, structural altar, St.Byz. s.v. βωμοί, Phot.; used esp. in heroworship, Neanth.7J.), Od.14.420, S.Ant. 1016 : but freq. used generally, altar of burnt-offering,πρὸς ἐσχάραν Φοίβου A.Pers. 205
;ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός Id.Eu. 108
; ἡμένας ἐπ' ἐσχάραις ib. 806 ; ; at Eleusis, D.59.116, cf. Lycurg.Fr.37 ;Ἡρακλειδῶν ἐ. IG2.1658
(iv B.C.) ; so βώμιοι ἐσχάραι structured altars, E.Ph. 274 ; sometimes movable, X.Cyr.8.3.12, Callix.2, PCair.Zen.13 (iii B.C.).IV platform, stand, basis, Ph.Bel.92.13, Ath.Mech.32.10, Vitr.10.11.9.V Medic., scab, eschar on a wound caused by burning or otherwise,τὰς ἐκπτώσιας τῶν ἐ. Hp.Art.11
, cf. Pl.Com.184.4, Arist.Pr. 863a12, Dsc.1.56, Gal.10.315, etc.VI in pl., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Ar.Eq. 1286. -
52 πῦρ
πῦρ, τό, das Feuer; πῠρ μέγα καιόντων, anzünden; pass., ἐπεὶ κατὰ πῠρ ἐκάη, da das Feuer niedergebrannt war; bes. das Feuer des Scheiterhaufens, dah. die Leichenbestattung; ἵνα πυρὸς λελάχωσι ϑανόντα, daß sie den Toten teilhaftig machen des Feuers, ihn bestatten; das Opferfeuer; ἐν πυρὶ γενέσϑαι, in Feuer aufgehen, = zu Rauch werden, zu nichte werden; πυρά, die Wachtfeuer; πῠρ πνέειν, Feuer schnauben; das Feuer als Element; τὰ πυρά, Wachtfeuer; διὰ πυρὸς ἰέναι, durchs Feuer laufen, sich freiwillig in die größte Gefahr begeben; τὴν ἐκ πυρὸς παρέχεσϑαι χάριν, welche die Feuerprobe bestanden hat; Fieberhitze, πυρετός. Übtr., Feuer, Heftigkeit, Leidenschaftlichkeit bes. von der Liebe -
53 πώγων
πώγων, ωνος, ὁ, der Bart; Ar. Ach. 120 u. öfter; πώγωνα καϑιέναι, ihn wachsen lassen, Eccl. 100; daher πώγωνα βαϑὺν καϑειμένος, Luc. pisc. 11 u. A.; πώγωνα ἔχειν, Her. 1, 175; φύειν, 8, 104; auch bei Thieren, Arist. H. A. 2, 1; Luc. philops. 5; u. übertr., φλογός, Feuerschweif, Aesch. Ag. 297, wie πυρὸς πώγων, Eur., bei Phot. ἀναφορὰ πυρός erkl.; an Pfeilen der Widerhaken, Poll. 7, 158; – dah. auch ein Meteor, eine bartähnliche, feurige Lufterscheinung, Schol. Plat. p. 249.
-
54 ΜΈΝος
ΜΈΝος, τό (verwandt mit μένω, ΜΑΩ), Kraft, Stärke, bes. insofern sie sich zu bethätigen strebt; bes. – a) kühner Muth, Ungestüm; oft mit ϑυμός verbunden, bes. in den Verbindungen ὤτρυνε μένος καὶ ϑυμὸν ἑκάστου, Il. 5, 470; καὶ λίην οὗτός γε μένος ϑυμόν τ' ὀλέσειεν, 8, 358 u. öfter, u. eben so mit χεῖρες, z. B. πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε, 7, 457. 13, 105 u. öfter; auch μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, handgemein werden im muthigen Kampfe, 15, 510, u. μένος χειρῶν, 5, 306; auch τῷ δ' ἔμπνευσε μένος Ἀϑήνη, sie hauchte ihm Muth ein, 10, 482, wie πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 13, 60; ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ, 20, 80, Kraft u. Muth; μένος πολυϑαρσὲς ἐνῆκεν, Il. 19, 37; auch μένος τε καὶ ἀλκή, 6, 265. 9, 706; καὶ ϑάρσος, 5, 2 Od. 1, 321; auch μένος ἔλλαβε ϑυμόν, Il. 23, 468; vgl. Pind. πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον, Ol. 8, 76; Hom. bezeichnet als den Sitz des μένος bald στήϑεα, bald φρένες, Il. 1, 103. 17, 451. 19, 202. – Allgemeiner – b) Lebenskraft; τοῦ δ' αὖϑι λύϑη ψυχή τε μένος τε, Il. 5, 296; ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, 3, 294; καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα. γυῖα, 6, 27; σβέσσαι, 16, 621. – Auch von leblosen Dingen, Kraft, πυρός, Il. 23, 177 u. öfter, ἠελίοιο, 190, wie Hes. O. 416; ποταμῶν, Il. 12, 18; vom Wurfspieß, 16, 613. 17, 529; von Stürmen, 5, 524; vom Wein, Hippocr., wo mehr od. weniger auch diese leblosen Dinge als von einem innern Drange beseelt dargestellt werden; so auch Tragg.; ἔνϑα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος, Aesch. Prom. 722; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος, Eum. 796, vom Blute; ἔτι γὰρ ϑερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος, Soph. Ai. 1392; vgl. Aesch. πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσϑαι μένος, Ag. 1037, die Masse des Bluts; Sosipat. 2 (V, 55); χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος, Eur. Heracl. 429; μένος πυρός auch Ar. Ach. 640; u. von Thieren, wie Pferden u. Maulthieren, Il. 17, 476. 742 u. sonst, vgl. Od. 3, 450. 7, 2. – c) Zornmuth, Zorn; μένεος δ' ἐμπλήσατο ϑυμὸν ἀγρίου, Il. 22, 312, wie μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο, 1, 103; μένεα πνείοντες, Wuth oder Muth schnaubend, 2, 536. 3, 8 u. öfter. – Uebh. Streben, Vorhaben, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσϑαλον, Il. 13, 634, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 8, 361. – Neben κότος, Aesch. Eum. 804; ἀνιέρῳ μένει μεμαργωμένοι, Suppl. 757; vom heftigen Zorn, Soph. πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος, Ai. 1045; ὁρῶ μένος πνέουσαν, El. 600; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος, Ar. Vesp. 424. – Wie βίη dient es bei Hom. zur Umschreibung, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, des Alkinous heilige Stärke, der starke Alkinous, Od., auch μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος u. ä., Il., μένεα ἀνδρῶν, Il. 4, 447 Od. 4, 363. – In Prosa selten, Xen. Cyr. 3, 3, 61, ὑπὸ προϑυμίας καὶ μένους, u. πολε μίοις μένος ἐμβαλεῖν, im Ggstz von ἀνατρέψαι τὸ φρόνημα, Cyr. 5, 2, 34, καὶ ϑάρσος, Hell. 7, 1, 40; τὸ τοῦ ϑυμοῦ μένος, Plat. Tim. 70 b; Arist. Eth. 3, 8; sp. D. einzeln.
-
55 μείρομαι
μείρομαι, perf. ἔμμορα, bei Hom. u. Hes. nur in der 3. Pers. sing. ἔμμορε, welche Form Il. 1, 278 auch als aor. erkl. wird, ohne Grund, vgl. Il. 15, 189 Od. 5, 335. 11, 338; Hes. O. 349 Th. 414. 426; sp. D. haben aber danach gebildet ἐξέμμορον, Nic. Th. 791; ἔμμορες, Ap. Rh. 3, 4; – μεμόρηκα u. per F. pass. s. nachher; – als seinen Antheil empfangen, gew. mit der Nebenbdtg des Gebührenden, ἥμισυ μείρεο τιμῆς, empfange als deinen gebührenden Antheil die Hälfte der Ehre, Il. 9, 616; Sp. auch = durchs Loos vertheilen, nach dem Loose unter sich vertheilen, u. übh. theilen, τριπλόα μείρονται ἀροτήσιον ὥρην, Arat. 1053. – Dah. im perf. (durchs Loos) einer Sache theilhaft sein, οὔποϑ' ὁμοίης ἔμμοοε τιμῆς σκηπτοῦχος βασιλεύς, Il. 1, 278. Sp. D. auch mit dem accus., Ap. Rh. 3, 208. 4, 1749; Nic. Al. 488, der es auch wie τυγχάνω mit dem part. vrbdt, νόημα μεμόρηκε κακῇ ἐσφαλμένον ἄτῃ, Al. 213; in Beziehung auf die Vertheilung der Welt sagt Poseidon ἕκαστος δ' ἔμμορε τιμῆς, Il. 15, 189; Hesych. erkl. die dor. Form ἐμμόραντι durch τετεύχασι. – Das perf. pass. nur in der 3. Pers. sing. εἵμαρται, wie plusqpt. εἵμαρτο, u. im part. εἱμαρμένος, bes. im fem., es ist durch das Loos zugetheilt, durch das Schicksal bestimmt, νῦν δέ με λευγαλέῳ ϑανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, Il. 21, 281, wie Od. 24, 34, u. so mit folgdm acc. c. int., 5, 312; Hes. Th. 894; εἱμαρμένα δῶρα ϑεῶν, Theogn. 1027; vgl. Aesch. Ag. 887; u. τοιαῦτ' ἔφραζε πρὸς ϑεῶν εἱμαρμένα τῶν Ἡρακλείων ἐκτελευτᾶσϑαι πόνων, Soph. Tr. 168, das von den Göttern Bestimmte, von den Arbeiten des Herakles; bei Plat. steht in dor. Form γᾶς μεμόρακται πυρός τε, Tim. Locr. 95 a; gew. οὐχ εἵμαρται κακὸν κακῷ φίλον εἶναι Phaedr. 255 b, ἀνάγκη δὴ καὶ εἵμαρται ἢ ἀπολωλέναι Rep. VIII, 566 d; u. am häufigsten im partic., ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλϑεν εἱμαρμένος γενέσεως Prot. 320 d; ἤδη καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν 321 c; εἴπερ εἱμαρμένον εἴη ἀνϑρώποις στασιάσαι Menez. 243 e; καί τινας εἱμαρμένους χρόνους μείνασαι Phaed. 113 a; ἡ εἱμαρμένη, das Schicksal, Verhängniß, ὅταν ἡ εἱμ. καλῇ 115 a, κατὰ τὴν τῆς εἱμαρμένης τάξιν καὶ νόμον Legg. X, 904 c; ὅτι τὴν εἱμαρμένην οὐδ' ἂν εἷς ἐκφύγοι Gorg. 512 e, öfter; τὸν τῆς εἱμαρμένης καὶ τὸν αὐτόματον ϑάνατον περιμένει, Dem. 18, 205; einzeln bei Sp. Dazu adj. verb. εἱμαρτός, s. oben. – Sp. D. haben auch μέμορμαι, im part. μεμορμέναι Κῆρες, Diod. 8 (VII, 700); Lycophr. 430; Antp. Thess. 66 (VII, 286); πάρος ϑάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι, Ap. Rh. 3, 1130; Alex. Aet. 5, 38; E. M. 312, 46, wie Schol. Il. 10, 67, erwähnen den äol. int. μέμορϑαι, wie Phot. erkl. μέμορται durch μεμοίραται. Auch μεμορημένος, Antp. Th. 66 (VII, 286); μεμόρηται, c. partic., Ap. Rh. 1, 646. 973; πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, ausgesetzt, Nic. Al. 229. – Bei Hesych. steht noch die Glosse ἔμορτεν, ἰσήμορτεν, ἀπέϑανεν. – Bei Arat. 655 ist μειρομένη γονάτων = ἀμειρομένη, getrennt von, beraubt. – Bei Nic. Ther. 402 ist μείρομαί τινος = ἱμείρομαι.
-
56 νέμω
νέμω, fut. νεμῶ u. Sp. νεμήσω, wie Long. 2, 23, νεμοῦμαι, Dem. 21, 203, νεμήσομαι, D. Hal. 4, 7, pass., App. B. C. 4, 3, aor. ἔνειμα, perf. νενέμηκα, aor. pass. ἐνεμήϑην u. ἐνεμέϑην, Dem. 36, 38 u. Sp., aor. med. ἐνειμάμην, auch ἐνεμησάμην, Hippocr., Clearch. bei Ath. XII, 541 c, s. Lob. zu Phryn. 742; – 1) austheilen, vertheilen; bei Hom. meist Speise und Trank, κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας, Od. 15, 140, vgl. 8, 470. 14, 436, κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς, Il. 9, 217, σῖτον δέ σφιν ἔνειμε, Od. 14, 449, μέϑυ νεῖμον πᾶσιν, 7, 179; auch κύπελλα, 10, 357; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀνϑρώποισιν, ὅπως ἐϑέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 6, 188; Ζεὺς τὰ καὶ τὰ νέμει, Pind. I. 4, 58, vgl. P. 5, 55; νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι νέμει, 5, 64; δαίμοσι νέμει γέρα, zutheilen, Aesch. Prom. 229; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί, 292; νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις, Suppl. 398, öfter; ἣν τέκνοις μοῖραν πατρῴας γῆς διαίρετον νέμοι, Soph. Trach. 162; χέρνιβας, O. R. 240; οὐδὲν ϑεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι, zutheilen, Phil. 1009; τοῖς φίλοις τιμάν, Ai. 1330; auch αἵρεσιν, d. i. die Wahl lassen, 258; βροτοῖσι στόμα σαφέστατον νέμει, Eur. Or. 591, öfter; bes. Einem zutheilen, was ihm gebührt, ϑεῶν τὰ ἴσα νεμόντων, Her. 6, 11. 109; ϑάνατον, Todesstrafe zuerkennen, Plat. Legg. IX, 863 a, öfter; μηδὲν πλέον νέμοντες τοῖς φίλοις ἢ τοῖς ἐχϑροῖς, Gorg. 492 c; νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις, Prot. 320 d; νείματε δὲ πάντων τὸ μέρος καὶ τῷ, Xen. Cyr. 4, 5, 53; τρίποδες κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, von Fleisch, das schon zerschnitten, in Portionen vertheilt war, An. 7, 3, 21 (vgl. κριϑῶν εἰς ἄλφιτα νεμηϑέντων, zermahlen, Plat. Legg. VIII, 849 c; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη, in sehr viele Theile, Parmenid. 144 d); auch τὴν ἀξίαν ἑκάστοις νεῖμαι, ibid. 6, 4, 33, wie sonst ἀποδιδόναι, Folgde; τάξιν οὐκ ἔνεμον, wiesen keine Stelle an, Pol. 10, 29, 5; νείμας τὰ τῶν λαφύρων, die Beute vertheilen, 14, 7, 2. – Aus Verbindungen wie μεῖζον μέρος νέμοντος τῷ μὴ βούλεσϑαι ἀληϑῆ εἶναι, Thuc. 3, 3, eigentl. dem Wunsche einen größern Theil zuertheilen, d. i. mehr darauf geben, οἴκτῳ πλέον νέμοντες, 3, 48, wie auch Soph. ἁ' νὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν οὐ νέμειν ἐμοὶ φϑίνοντι μοῖραν, Trach. 1228 u. 57, τῷ ὄχλῳ πλέον νέμεις, Eur. Hec. 868, νέμοντες τῷ φϑόνῳ πλεῖον μέρος, Suppl. 241, entwickelt sich die Bdtg wofür halten, wofür nehmen, σὲ νέμω ϑεόν, ich halte dich für eine Gottheit, ehre dich, wie einen Gott, Soph. El. 147; μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594; φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω, Soph. Ai. 1310; ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν παῖδα τῆς τύχης νέμων, O. R. 1080, vgl. El. 538 u. O. C. 883; so Simonds. bei Plat. Prot. 339 c: οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται. Daher auch = wozu annehmen, προστάτην, Einen zum Schutzherrn annehmen oder erwählen, Isocr. 8, 53; Arist. pol. 3, 1; D. Hal. 2, 9; οἱ νενεμημένοι, die in die Liste Aufgenommenen, Pol. 6, 47, 8. – Med. Etwas unter sich vertheilen, bes. vom Erbgut, οὐσίαν ἐνείμαντο πρὸς ἀλλήλους, Is. 7, 5; πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην, Lys. 16, 10. 19, 46 u. sonst bei Rednern; νειμάσϑων πρῶτον γῆν τε καὶ οἰκίας, Plat. Legg. V, 739 e. – 2) weiden, auf die Weide treiben, füttern, vom Hirten, Od. 9, 233; νέμουσι κατ' Ἴδαν ποίμνια, Eur. Rhes. 551; Cycl. 28; νέμειν τε καὶ ἀροῦν vrbdt Plat. Rep. II, 373 d; καϑάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, Critia. 109 b, öfter; Sp., τὴν δάμαλιν, Luc. D. D. 3, 1; übertr., χόλον, wie auch wir sagen: den Zorn nähren, Soph. El. 171; auch τὰ ὄρη νέμειν, die Berge abweiden, mit dem Vieh beweiden, Xen. Cyr. 3, 2, 20; pass., τὸ ὄρος νέμεται αἰξί, An. 4, 6, 17; überte., πυρὶ νέμειν πόλιν, eine Stadt durch Feuer verwüsten, Her. 6, 33, wenn man nicht besser hier, die erste Bdtg festhaltend, übersetzt: die Stadt dem Feuer zuertheilen, Preis geben; vgl. aber πυρὶ χϑὼν νέμεται, Il. 2, 780, u. die unten folgdn Beispiele. – Im med. weiden, vom Vieh, auf die Weide gehen, fressen, ἵπποις ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσϑαι, Il. 5, 777, vgl. 15, 631 Od. 13, 407. 20, 164; auch ἄνϑεα ποίης νέμεσϑαι, abweiden, abfressen, Od. 9, 449; essen, τῶν νεμόμεσϑ' ἀνέρες, Soph. Phil. 701; λέαινα δρύοχα νεμομένα, Eur. Alc. 1164; ἔφασαν νεμομένας τὰς ἵππους ἁρπαχϑῆναι, Her. 8, 115; übertr., vom Feuer, um sich fressen und ergreifen, τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρός, 5, 101, und von einem bösartigen Geschwür, 3, 133, wie schon Hom. ἐν δὲ πυρὸς μένος ἧκε σιδήρεον ὄφρα νέμοιτο, Il. 23, 177. – 3) im med. bei Hom. oft mit dem accus., wie πατρώϊα πάντα νέμεσϑαι, Od. 20, 336, vom Eigenthum, bes. liegenden Gründen od. Ackerbesitzungen, besitzen und genießen, wobei wohl mehr an die unter 2) erkl. Bdtg zu denken ist, als daran, daß man seinen rechtmäßigen Antheil besitzt; τεμένη νέμεσϑαι, Od. 11, 185 Il. 12, 313, vgl. 6, 195. 20, 185, und ἔργα νέμεσϑαι, 2, 751; Hes. O. 119. 233; ähnlich ἄλσεα νέμεσϑαι, Il. 20, 8; mit Ortsnamen, Ἰϑάκην, Ὑρίην u. vgl., Od. 2, 167 Il. 2, 496. 531. 633, diese Orte innehaben, bewohnen. – Pind. Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, Ol. 9, 29, τοὺς ἀγροὺς νέμεαι, P. 4, 150, ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, sie genießen, Ol. 2, 73, ἁμέραν τὰν παρὰ Δί, N. 10, 56, auch ταπεινά, 3, 78; Tragg., Ἀσίας ἕδος νέμονται, οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, Aesch. Prom. 410. 420, κακὸν σκότον νέμονται, Eum. 72; εἰ πόλιν νεμοίμην ἀσφαλῆ, Eur. Rhes. 475. 700, vgl. Troad. 1088; öfter bei Her., γῆ, τὴν νέμονται Σκύϑαι, das Land, welches die Scythen beweiden und überh. benutzen, bewohnen, 4, 11, πόλις, αἳ τὸν Ἄϑων νέμον ται, 7, 22; τὸ τέμενος ἔσπειρε καὶ ἐνέμετο, 8, 116, wo die Beziehung auf das Weiden mehr hervortritt; von anderem Besitz, 4, 165, ἐξαίρετα πολλὰ ἐνέμοντο 5, 45, μέταλλα 7, 112, öfter; γῆν νέμεσϑαι, für sich bebauen, Thuc. 1, 58. 2, 23, πόλιν, 1, 74. 84, ἐμπόρια καὶ μέταλλα, 1, 100; auch Sp., νέμεσϑαι τὴν αὐτὴν χώραν τὸν πλείω χρόνον, Pol. 4, 32, 10. – Es findet sich aber auch das act. so gebraucht, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέϑλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 2, 13, vgl. 11, 13; δαίμονές τε καὶ βροτοὶ Παλλάδος πόλιν νέμοντες, Aesch. Eum. 971; auch πρόσω τιμὰς νέμειν, Ehre haben, genießen, 717; Γᾶ, ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔ. χρυσον νέμεις, Soph. Phil. 393; daher auch = beherrschen, handhaben (vgl. νωμάω), ὁ πάντα νέμων Ζεύς, Aesch. Prom. 524, πραπίδων οἴακα νέμων, Ag. 776, ἀσπίδα, Spt. 572; Πεισίστρατος ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν, verwaltete, Her. 1, 59, vgl. 3, 39. 5, 29; οἱ πρυτάνις τῶν ναυκράρων, οἵπερ ἔνεμον τότε τὰς Ἀϑήνας, 5, 71; μηδετέρους οἰκεῖν τὸ χωρίον, ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, Thuc. 5, 42; auch einzeln bei Sp., wie Strab. 11, 13, 11 von Frauen sagt ὅτι πλείστους νέμειν ἄνδρας.
-
57 λαγχάνω
λαγχάνω ( ΛΑΧ), fut. λήξομαι, z. B. Plat. Rep. X, 617 e, ion. λάξομαι, Her. 7, 144; aor. ἔλαχον, λαχεῖν, u. mit veränderter Bdtg λέλαχον(s. unten), perf. εἴληχα, ion. p. u. Sp. λέλογχα, Luc. amor. 18; auch in einem Dokument, Dem. 21, 82; ὅς μ' ἐλελόγχει, Theocr. 4, 40; aber εἴλᾱχας 16, 84; λελάχασι, Empedocl. 5; pass. εἴληγμαι, Isocr. 17, 22; Eur. Troad. 296, nach conj., wie Dem. 30, 34, wo v. l. εἴλεγμαι; aor. ληχϑῆναι, Is. 9, 24. – Adj. verb. ληκτέον, Is. 7, 23, – 1) durchs Looserhalten, durch das Geschick oder durch Zufall erlangen, als seinen Antheil zuertheilt erhalten, κλήρῳ νῦν πεπάλαχϑε διαμπερὲς ὅς κε λάχῃσι, Il. 7, 171, vgl. 23, 353; ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί, 15, 190, ich bekam (bei der Verloosung der Welt) das Meer zum Antheil, darin zu wohnen; Κὴρ λάχε γεινόμενον, die Ker bekam ihn bei seiner Geburt zu ihrem Antheil, Il. 23, 79; Ap. Rh. 2, 258, u. so oft von Göttern, die ein Land oder eine Stadt bei der Vertheilung der Erde erlangt haben, es inne haben u. beschützen; von der Athene, ἣ τήν τε ὑμετέραν πόλιν ἔλαχεν, Plat. Tim. 23 d; von der Adrastea, ἣ τάδε πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχεν, Antimach. bei Harpocr.; vgl. noch Eur. ποτνιάδες ϑεαί, ἀβάκχευτον αἳ ϑίασον ἐλάχετε, Or. 319, vgl. 963; ψυχρὰν λοιβάν, ἃν ἔλαχ' Ἅιδας Phoen. 1576; δαίμονες οἳ τοὺς πατέρας ἡμῶν λελόγχατε D. Hal. 4, 83; τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνϑάδ' ἕπεσϑαι Il. 24, 400; allgemeiner, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς, 24, 70 u. öfter; λαχὼν πρὸς δαιμόνων ὄλβον, Pind. N. 9, 45 u. öfter; c. inf., λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν, Ol. 6, 34; ὡς πάλῳ λαχὼν ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον, Aesch. Sept. 55. 119 u. öfter; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, Pers. 183; Ἕκτορος μόνος μόνου λαχών τε κἀκέλευστος ἦλϑ' ἐναντίος, Soph. Ai. 1263; κλήρῳ λαχόντες, Eur. Heracl. 36; τίνα πότμον εἴληχε βιότου; welches Lebensgeschick ist sein Loos? I. T 914 u. öfter; ἐπί σκοπος ἥκω δεῦρο, τῷ κυάμῳ λαχών, Ar. Av. 1022; in Prosa, παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος, Her. 3, 128; πάλῳ λαχεῖν, 4, 94. 153 u. öfter; Xen. Mem. 3, 9, 10 u. A. – Dah. auch ohne Casus, wie in der aus Ar. angeführten Stelle, bes. durchs Loos erwählt, bestimmt werden, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχϑαι ἄνωγον – οἱ δ' ἔλαχον, τοὺς ἄν κε καὶ ἤϑελον αὐτὸς ἑλέσϑαι, Od. 9, 331 ff., eigtl. die zogen das Loos; vgl. Il. 10, 430. 23, 354; so ist auch Od. 9, 160 zu nehmen: ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες, d. i. neun Ziegen kamen durchs Loos auf jedes Schiff; τὸ λαχὸν μέρος, Plat. Legg. V, 745 e; bes. in Athen bei allen Aemtern, zu denen man durchs Loos bestimmt wurde, theils c. nom., ἐπιμελητὴς λαχών, Din. 2, 10; βασιλεύς, Lys. 6, 4; ἱερεύς, Dem. 57, 47; οὔτ' ἔλαχε τειχοποιός, οὔτ' ἐχειροτονήϑη ὑπὸ τοῦ δήμου, Aesch. 3, 28; u. so οἱ λαχόντες δικασταί, βουλευταί, die durchs Loos gewählten Richter, Rathsherren, u. so in andern Casus, τῷ λαχόντι βασιλεῖ, Plat. Polit. 290 e; – theils c. inf., λαχὼν ἱερομνημονεῖν, Ar. Nubb. 624; Her. 6, 109; Plat. Gorg. 473 e; βουλεύειν, Dem. 59, 3 u. A. – Seltener c. acc., ἀρχὰς ἔλαχε καὶ ἦρξε δοκιμασϑείς, er erhielt Aemter durch das Loos, wurde zu Staatsämtern gewählt, Dem. 57, 25. – 2) τινός, einer Sache theilhaftig werden, erlangen, ἔλαχον κτερέων, Od. 5, 311; δώρων ἔκ τινος Il. 24, 76; Theogn. 914; Δωρίων ἔλαχεν σελίνων Pind. L 7, 64; οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν Soph. Ant. 699; τάφου τε μοίρας καὶ κτερισμάτων Eur. Suppl. 309; so einzeln bei Folgenden; οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσι τελευτῆς Thuc. 2, 44; den gen. erklären Vrbdgn wie τῆς ἐμῆς χϑονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνϑανεῖν μόνον, Soph. O. C. 794; τοῦ γάμου μέρος λαχοῦσα, Ant. 909; – bes. durch Erbschaft erlangen, erben, denn das Erbe selbst heißt κλῆρος, πατρῴων οὐ λαχών, Eur. Troad. 1192; κλήρου ληκτέον αὐτοῖς, Is. 3, 2; ἔλαχε τοῦ ἡμικληρίου, Dem. 48, 20 u. A.; vgl. ᾡ (υἱῷ) λαχεῖν ἠξίωσε τῆς Ἐπιλύκου ϑυγατρός, Andoc. 1, 124. – 3) in der attischen Gerichtssprache, λαγχάνειν δίκην τινί, Einem den Proceß machen, ihn verklagen, weil die Richter für einen Proceß u. die Reihefolge der Processe durchs Loos bestimmt wurden, Plat. Euthyphr. 5 b u. oft in Legg., wie bei den Rednern; δίκη εἰληγμένη, Isocr. 17, 22, wie Dem. 30, 34; αἱ δίκαι ἐλήχϑησαν, Lys. 17, 8; πρὶν τὴν δίκην ληχϑῆναι, Dem. 54, 28, vgl. 38, 20; auch τὸ ἔγκλημα ὃ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν, Dem. 34, 16; πρὸς τὸν βασιλέα u. ä., den Proceß beim Archon βασιλεύς anhängig machen, 47, 69; ähnlich λαγχάνειν δίκην τοῖς Λακεδαιμονίοις εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας, 59, 98. – 4) Der aor. II. in der Form λέλαχον hat bei Hom. die factitive Bdtg: Einen einer Sache theilhaftig werden lassen, ὄφρα πυρός με Τρῶες – λελάχωσι ϑανόντα, Il. 22, 342, wie 15, 349; ἐπήν με πυρὸς λελάχητε, 23, 75, wo die Alten geradezu ϑάψητε erklären. Dieselbe Form ist aber = ἔλαχον, Procl. 6 (VII, 341), αἴϑε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελάχοι.
-
58 θέρω
θέρω, fut. ϑέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται ϑέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch ἕλκος, Nic. Th. 687. – Gew. med. ϑέρομαι, ϑέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐϑέρην, conj. ϑερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' ἐπεί κε πυρὸς ϑερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; ϑερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο ϑέρεσϑαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; ϑέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ πέτρα ϑέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα ϑέροιτο Antp. Sid. 31 ( Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ ϑέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, ὁπόταν ῥιγῶν ϑέρηται καὶ ϑερμαινόμενος ἐνίοτε ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.
-
59 ὁρμή
ὁρμή, ἡ (ΟΡ), heftiger Andrang, Angriff, Anfall; eines Kämpfers, Il. 9, 355; eines wilden Thieres, 11, 119; ἔγχεος ὁρμή, der Andrang, die Gewalt des geschleuderten Speeres, 5, 118; Hes. Sc. 365. 456; πυρὸς ὁρμή, die Gewalt des Feuers, Il. 11, 157; κύματος ὁρμή, der Wogenandrang, Od. 5, 320; ἔχω γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν, d. i. ich kann schnell laufen, Pind. N. 5, 20; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ, Soph. Ant. 135, von dem Angriffe des Kapaneus; καϑ' ὁρμὴν δρᾶν, mit einem Anlauf, bereitwillig, Phil. 562; πυρός, ποδός, Eur. Troad. 1081 El. 112; übh. der Anschlag, das Unternehmen, Soph. El. 1502, Schol. erkl. ἐπιχείρησις; Eur. ὁρμὴν ἂν λάβοις τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Suppl. 1050; der Angriff im Kriege, Her. 1, 11; der Aufbruch zum Marsch, Xen. An. 2, 1, 3; der Zug selbst, οὐκ ᾔδει τὴν ἐπὶ βασιλέα ὁρμήν, 3, 1, 10; Folgde, wie Pol. – Der innere Drang, Antrieb, Eifer, ἐπεὶ δαιμονίη τις γίγνεται ὁρμή, Her. 7, 18; ἐπὶ μείζω τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ ϑειοτέρα, Plat. Phaedr. 279 a; καλὴ καὶ ϑεία ἡ ὁρμὴ ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Parmen. 135 d; ἐναντίαν ὁρμὴν ὁρμηϑείς, Polit. 273 a; ὁρμη ἐπιπίπτει τινί c. inf., Thuc. 4, 4; εἰς τοῦ τὰ δέοντα ποιεῖν ὁρμὴν προτρέψαι, Jem. Luft machen, seine Pflicht zu thun, Dem. 18, 246, wie Pol. sagt ὁρμὴν παραστῆσαί τινι εἰς τὸ ποιεῖν τι, für »Einen zu dem Entschluß bewegen, Etwas zu thun«, 2, 48, 5; ἐνέπεσέ τις ὁρμή τινι, es kam ihn die Luft an, 35, 5, 1; auch der Anfang, ἐξ ἄλλης ὁρμῆς, von Neuem, 28, 29, 8; Sp., κατακοσμήσω τὴν ψυχὴν ὁρμῇ πρὸς τὰ σεμνότατα, Luc. Somn. 10; oft bei Plut.
-
60 ἐσχάρα
ἐσχάρα, ἡ (die Ableitung war schon den Alten zweifelhaft), ion. ἐσχάρη, ep. gen. u. dat. ἀπ' ἐσχα ρόφιν, ἐπ' ἐσχαρόφιν, 1) der Heerd im Hause, nach den alten Erkl. nicht so hoch wie die ἑστία, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς ἱδρυμένη κοίλη, od. nach Apoll. Lex. H. βωμὸς ἰσόπεδος οὐδ' ἐκ λίϑων ὑψωμένος (vgl. βωμός); er dient zur Erwärmung (Kamin), Od. 6, 305, zur Opferstelle, 14, 420, u. an ihm fanden die Schutzflehenden eine Freistätte, καϑέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι Od. 7, 153. 160. 169, auf dem Heerde in der Asche sitzen. – Uebh. Brandstelle, Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, die Brandstellen im troischen Lager, Il. 10, 418. – Bei den Tragg. oft der Opferaltar, u. zwar bes. zu Brandopfern; Porphyr. antr. Nymph. bezieht ἐσχάρα auf die ϑεοὶ χϑόνιοι καὶ ἥρωες, die βωμοί auf die olympischen Götter, βόϑροι auf die unterirdischen, vgl. Poll. 1, 8; πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Aesch. Pers. 201; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔϑυον Eum. 108; ἁγναὶ δυεῖν ϑεαῖν ἐσχ. Eur. Suppl. 33 u. öfter; Soph. unterscheidet βωμοὶ ἐσχάραι τε παντελεῖς, Ant. 1003; frg. 36 βωμιαῖον ἐσχάραν λαβών, wie Eur. Phoen. 274. Selten in Prosa, wie Dem. 59, 116 ( in Neaer.). – 2) Uebh. eine Unterlage, Gestell, Rost, um Feuer oder Kohlen darauf zu legen, vgl. Ar. ἐξενέγκατε τὴν ἐσχάραν μοι δεῠρο καὶ τὴν ῥιπίδα, Ach. 888; Vesp. 938; Xen. Cyr. 8, 3, 12; einzeln bei Sp., κρεηδόκος Philp. 13 (v I, 101), vgl. Poll. 10, 101. 104. – 31 bei Ar. Eq. 1283 nach dem Schol. τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, u. ä. auch Eust. – 41 der Schorf auf einer Brandstelle u. eine Wunde übh., B. A. 257 τὰ κοῖλα ἕλκη καὶ περιφερῆ; Arist. probl. 1, 32, Medic. oft. – 5) in den Fragmenten des Archipp. bei Ath. III, 86 c sind ἐσχάραι als Schaalthiere aufgeführt, wo Dindorf ἔσχαροι ändern will.
См. также в других словарях:
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek