Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρεηδόκος

См. также в других словарях:

  • κρεηδόκος — κρεηδόκος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη (βλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, θυο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • κρεηδόκον — κρεηδόκος masc/fem acc sg κρεηδόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρειοδόκον — κρεηδόκος masc/fem acc sg κρεηδόκος neut nom/voc/acc sg κρειοδόκος containing flesh masc/fem acc sg κρειοδόκος containing flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»