-
1 λουόμενοι
λούωlǎvo: pres part mp masc nom /voc pl -
2 λούω
Aλόεον Od.4.252
: [tense] aor. inf.λοέσσαι 19.320
; part.λοέσσας Il.23.282
: [tense] fut. [voice] Med.λοέσσομαι Od.6.221
: [ per.] 3sg. [tense] aor. λοέσσατο ib. 227;λοεσσάμενος Il.10.577
, Schwyzer 633 (Eresus, ii/i B. C.): also [dialect] Ep. [tense] impf. .—Later forms,λούει Hdt.6.52
; inf.λούειν Hp.Morb.2.20
, Pl.Phd. 115a: [tense] fut.λούσω Call.Del.95
; [dialect] Dor.λουσῶ Theoc.5.146
: [tense] aor.ἔλουσα Anacr.47
, S.Ant. 901, Ar.Lys.19 ([dialect] Ep.λοῦσα Il.16.679
, etc.):—[voice] Med.λούονται Hdt.4.75
; inf.λούεσθαι Il.6.508
, Hp.Epid.5.70; part.λουόμενοι Hdt.3.23
: [tense] fut. , Pl.Phd. 116a: [tense] aor. ἐλουσάμην ibid.; [dialect] Ep.λούσαντο Il.10.576
; [dialect] Dor. part.λωσάμενος Berl.Sitzb.1927.157
([place name] Cyrene): —[voice] Pass., [tense] aor.ἐλούθην Hp.Mul.1.11
, laterἐλούσθην Lyc.446
: [tense] pf. λέλουμαι, [ per.] 3sg. ; part.λελουμένος Il.5.6
, later (cod. Vat.).—Another old form of the [tense] pres. was [full] λόω, whence [ per.] 3sg.λόει Scol.25
, [ per.] 2sg. [voice] Med. (prob.): [ per.] 3sg. [tense] impf.λόε Od.10.361
, [ per.] 3pl. ; [ per.] 3sg. subj. [voice] Med.λόηται IG12(5).569.5
(Ceos, iii B.C.); inf. :—to [full] λόω also belong the foll. [var] contr. forms, [ per.] 3sg. [tense] impf. , ; [tense] pres. [voice] Pass.λοῦται Semon.7.63
, X.Cyr.1.3.11, A.Fr. 366 (note); λοῦνται, ἐλοῦτο, Hdt.1.198, 3.125,ἐλούμην Men.363
; [ per.] 3pl.ἐλοῦντο X.Cyr.4.5.4
, etc. ([dialect] Dor. λῶντο, λώοντο, Call.Lav.Pall.72, 73); inf.λοῦσθαι Od.6.216
, Hdt.3.124, Ar.Nu. 1044, Pl.Lg. 942b; part. , Pl. 658, X.Mem.3.13.3: the forms ἐλούομεν, λούομαι, ἐλουόμην, etc., are rejected by Phryn.165, but are freq. found in codd., Lys.1.9, etc.: the imper. form λοῦ (glossed by λοῦσαι, Hsch.), if correct, is [var] contr. for λόε: (Cf. Lat. l[acaron]vo [fr. *lovo]): — wash, prop. wash the body ( νίζω being used of the hands and feet, πλύνω of clothes),τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν Il.5.905
;δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ Od.4.49
, cf. 6.210; λοῦσ' ἐν ποταμῷ bathed me, i.e. let me bathe, 7.296; τίς ἄν σφε λούσειεν; A.Th. 739 (lyr.);λούσαντες τὸν νεκρόν Hdt.2.86
, cf. E.Tr. 1152, S.Ant. 901;λ. τινὰ ἀπὸ τῶν πληγῶν Act.Ap. 16.33
; also λ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο washed me [with water] from a great cauldron, Od.10.361;ὀϊστοὺς λοῦσεν φοινίσσᾳ.. Ἄρης ψακάδι Simon. 106
: c. acc. cogn., λουτρὸν λοῦσαί τινα, v. λουτρόν 1.2.b rarely of things,λ. τὰ δύο μέρη τοῦ βαλανείου PFlor.384.30
(v A.D.).2 metaph., purify, τινὰ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν v.l. in Apoc.1.5.II [voice] Med. and [voice] Pass., bathe,λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216
: also c. gen., λελουμένος Ὠκεανοῖο (of a star just risen) fresh from Ocean's bath, Il.5.6; λούεσθαι ποταμοῖο bathe in the river, 6.508; soἀπὸ [κρήνης] λουόμενοι Hdt.3.23
: c. acc. cogn.,τὸ λουτρὸν ἡ Ῥέα λοῦται Arr.Tact. 33.4
: abs.,λούσαντο Od.4.48
, cf. Hdt.5.20, etc.; λελουμένος freshbathed, after bathing, Id.1.126, Ar.Lys. 1064 (lyr.);ἐν βαλανείῳ λελουμένος Pl.R. 495e
;λούεσθαι ἐν πηλῷ Arist.HA 595a31
;εἰς λουτρῶνας Ptol.Euerg.3
J. (dub.): metaph.,τόξα.. αἵματι λουσάμενα Simon.143
, cf. Call.Del.95;λελουμένος τῷ φόνῳ Luc.DMeretr.13.3
.2 in strict pass. sense, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, i.e. to be washed by the rain from heaven, Hdt.3.124, 125.3 in strict med. sense, c. acc., λοέσσασθαι χρόα wash one's body, Hes.Op. 522, Th.5; λούονται (v.l. λοῦνται)ὕδατι τὸ σῶμα Hdt.4.75
.
См. также в других словарях:
λουόμενοι — λούω lǎvo pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
μπαρακούντα — Κοινή ονομασία ειδών αρπακτικών ψαριών που ανήκουν στην οικογένεια των σφυραινίδων της τάξης των περκόμορφων οστεϊχθύων. Το μπαρακούντα μπορεί να φτάσει τα 2 μ. σε μήκος και το σώμα του είναι πολύ μακρύ και στενό. Θεωρείται ως ένα από τα πιο… … Dictionary of Greek
προμαλακτήριον — τὸ, Α (σχετικά με δημόσιο λουτρό) δωμάτιο όπου οι λουόμενοι έκαναν μαλάξεις πριν από το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμαλάσσω + επίθημα τήριον (πρβλ. προμυκ τήριον)] … Dictionary of Greek
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek
αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… … Dictionary of Greek
Παρασκευά σπηλιά — Όνομασία σπηλαίου του Πειραιά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Μικρολίμανο και στο Πασαλιμάνι. Η ονομασία του οφείλεται στον επιχειρηματία, που είχε εγκαταστήσει εκεί μαγειρείο και οινοπωλείο στα τελευταία χρόνια και λεγόταν Παρασκευάς. Το σπήλαιο… … Dictionary of Greek