Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλύνω

См. также в других словарях:

  • πλύνω — και πλένω έπλυνα, πλύθηκα, πλυμένος, καθαρίζω κάτι μέσα στο νερό ή με το νερό, νίβω: Στάσου, με τ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλυνῶ — πλύνω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg (attic epic doric) πλυνός trough masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύνω — πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Πλυνῶ — Πλυνός trough masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλυνῷ — Πλυνός trough masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυνῷ — πλυνός trough masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῦνον — πλύνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλυμμένα — πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλυμμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλυμμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλυμένα — πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλυμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλυμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλύσθω — πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»