Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

άσθαι

См. также в других словарях:

  • εἰσοράασθαι — εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσοράω look into pres inf mid (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look into pres inf mid (epic) εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηριάασθαι — δηριάομαι contend pres inf mp (epic) δηριά̱ασθαι , δηριάομαι contend pres inf mp (epic) δηριάω contend pres inf mp (epic) δηριά̱ασθαι , δηριάω contend pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκοπιάασθαι — διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιά̱ασθαι , διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιά̱ασθαι , διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμητιάασθαι — συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιά̱ασθαι , συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιά̱ασθαι , συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφαφάασθαι — ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφά̱ασθαι , ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφά̱ασθαι , ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁράασθαι — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mid (epic) ὁρά̱ασθαι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mid (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mp (epic) ὁρά̱ασθαι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • αἰτιάασθαι — αἰτιάομαι accuse pres inf mp (epic) αἰτιά̱ασθαι , αἰτιάομαι accuse pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοάασθαι — γοάω groan pres inf mp (epic) γοά̱ασθαι , γοάω groan pres inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»