-
1 Αιολεις
ион. Αἰολέεις, атт. Αἰολῆς οἱ эолийцы (одна из четырех ветвей греч. народности) Her., Thuc., Xen. -
2 Αιολείς
-
3 Αἰολεῖς
-
4 αιολείς
-
5 αἰολεῖς
-
6 ῥέθος
ῥέθος, τό, bei Hom. dreimal, im genit. plur. ῥεϑέων: Iliad. 16, 856 und 22, 362 ψυχὴ δ' ἐκ ῥεϑέων πταμένη Ἄιδόςδε βεβήκει, aus den Gliedern, aus dem Leibe; 22, 68 ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεϑέων ἐκ ϑυμὸν ἕληται; Scholl. Aristonic. 16, 856 ἡ διπλῆ, ὅτι πάντα τὰ μέλη ῥέϑη Ὅμηρος προςαγορεύει, οἱ δὲ Αἰολεῖς μόνον τὸ πρόςωπον, id. zu 22, 68 καὶ ὅτι ῥέϑη πάντα τὰ μέλη, οἱ δὲ Αἰολεῖς τὸ πρόςωπον. Dies verwendete nämlich Aristarch für seinen Beweis, Homer sei kein Aeoler gewesen, s. die Recension von Lauers Gesch. der homer. Poesie in Jahns Jahrbb. 1853 Bd 67 Hft 3 S. 259. – Soph. Ant. 529 ῥέϑος das Antlitz; Eur. Herc. F. 1204 ῥέϑος das Antlitz; Theocr. 29, 16 ῥέϑος das Antlitz; id. 23, 39 ἀμφίϑες ἐκ ῥεϑέων σῶν εἵματα καὶ κρύψον με, von deinem Leibe; Mosch. 4, 3 ἐπὶ ῥεϑέεσσι, im Antlitz; Apoll. Rh. 2, 68 ἀνασχόμενοι ῥεϑέων προπάροιϑε βαρείας χεῖρας, die Antlitze; Lycophr. 173 ῥέϑει, Leib. – Ableitung unbekannt.
-
7 Αιολεεις
-
8 Αιολης
-
9 Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q. v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) N. 11.35 Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: < αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*. -
10 Αἰολεύς
AΑἰολέες Hdt.1.28
, [dialect] Att. Αἰολεῖς or- ῆς Th.7.57
:—hence Adj. [full] Αἰολικός, ή, όν, of or like the Aeolians, Theoc.1.56(v.l.); of the Aeolic dialect, A.D.Adv.193.15,al.: [comp] Comp.- ώτερον 194.8
; of Aeolic metre, Heph.7.5. Adv.- κῶς S.E.M.1.78
:—[full] Αἰόλιος, α, ον, in the Aeolian mode,νόμος Plu.2.1132d
:—fem. [full] Αἰολίς, ίδος, Hes.Op. 636, Hdt., etc.; of the Aeolian mode, Pratin.5; of the Aeolic dialect, A.D.Adv.155.11: Subst., Αἰολίς, ἡ, Id.Synt.309.25: poet. fem. [full] Αἰοληΐς, Pi.O.1.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰολεύς
-
11 βαρυντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυντικός
-
12 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
13 πέσσον
πές<ς>ον· ὄρος· χωρίον Κύπριοι, πεδίον Αἰολεῖς· τινὲς ὁμαλές, Hsch. -
14 πλεονάζω
Aπεπλεόνακα D.S.1.90
:—[voice] Pass., [tense] pf.- ασμαι Hp.Fract.7
, etc.: [tense] aor.- άσθην Id.Art.47
: ([etym.] πλέον):—to be more, esp. to be more than enough, superfluous, opp. ἐλλείπειν, ὑπολείπειν, Arist.EN 1106a31, Col. 799a18; τὸ πλεονάζον the excess, PRev.Laws 57.13 (iii B. C.), LXXEx.26.12; π. παρά c. acc., to be in excess of.., ib.Nu.3.46;ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία Ep.Rom.5.20
; of animals, have more than the due number of limbs, opp. κολοβὰ γίνεσθαι, Arist.GA 770b32; of visits, to be frequent, Plb.4.3.12; of the sea, encroach, Arist.Mete. 351b6, cf. Plu.2.366b; πάθος defined as ὁρμὴ πλεονάζουσα, Zeno Stoic.1.50; εἰκασία ἐστὶ μεταφορὰ πλεονάζουσα simile is expanded metaphor, Demetr.Eloc. 80;τὸ ς ¯ πλεονάσαν
used to excess,D.H.
Comp.14: Gramm., to be redundant, Demetr.Lac.Herc.1012.21, etc.;Ἀρίσταρχος οὐκ ἔλεγε πλεονάζειν τὸ ἄρθρον A.D.Synt.6.2
; also of letters, τὸ ε ¯ πλεονάζει (in ἑ-ώρων) Id.Pron.58.25; but π. τῷ ῑ to have an added [pron. full] ῑ (as in ἐμεῖο), ib. 38.20; cf. 111.6.2 c. gen., exceed, opp. λείπω, Ptol.Geog.1.20.7: abs., τὸ -άζον ἔργον the extra work, PLille 1v.16 (iii B. C.); τοὺς -άζοντας τῶν ρκέ (sc. ἐρίφους ) the odd 25 out of 125, PCair.Zen.422.7 (iii B. C.).II of persons, go beyond bounds, take or claim too much, Isoc.2.33, 12.85, D.9.24, 39.14: c. dat., presume upon..,εὐτυχίᾳ Th.1.120
; butπ. κυνηγεσίαις
go beyond bounds in..,Str.
11.5.1; of a writer,τοῖς ὀνόμασι π. Id.3.3.7
: abs., to be lengthy, tedious, Id.9.1.16, D.S.1.90, LXX2 Ma.2.32; περί τινος Parmenisc. ap. Ath.4.156d.2 π. τινός have an excess of, abound in a thing, opp. ἐνδεὴς εἶναι, Arist.Pol. 1257a33, cf. Epicur.Sent.4; but π. τοῦ καιροῦ exceed all bounds.., of a writer, D.H.Comp.22.III c. acc., state at a higher figure, Str.6.3.10:—[voice] Pass., to be magnified, exaggerated, [νομίσειεν ἂν] ἔστιν ἃ πλεονάζεσθαι Th.2.35
, cf. Str.2.4.3; πεπλεόνασται has been overdone, opp. ἐνδεὲς πεποίηται, Hp.Fract.7, cf. Art.47.3 eat in too great quantity, τι Diph.Siph. ap. Ath.8.356d, Dsc.4.75, 82 (all [voice] Pass.).4 raise the price of, τι Aristid.1.170J.5 [voice] Pass., to be deceived, prob. f.l. for πλεονεκτεῖσθαι, Stob.2.7.11m.6 Gramm., use in addition or redundantly, εἰώθασιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἄρθρα πλεονάζειν Sch.Ar.Pl.5; :—[voice] Pass., τὸ ῡ πλεοναζόμενον ψιλοῦται ib.440.12.7 to be in excess of unity, partake of plurality, Procl.Inst.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονάζω
-
15 προπαροξυντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαροξυντικός
-
16 τενεκοῦντι
τενεκοῦντι· ἐνοικοῦντι, Αἰολεῖς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τενεκοῦντι
-
17 τράγαις
τράγαις· Αἰολεῖς, Hsch. (Apparently belongs to τραγάω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράγαις
-
18 τύδαι
τύδαι· ἐνταῦθα, Αἰολεῖς, Hsch. (A f. l. for τυῖδε). -
19 ἀράκη
ἀράκη, ἡ, -
20 αἰόλος
Grammatical information: adj.Meaning: `quick, glittering' (Il.).Dialectal forms: Myc. aiworo name of a cow.Derivatives: (Rare) αἰόλλω `agitate quickly'; αἰολέω = `ποικίλλω' (Pl. Kra. 409a). Name Αἴολος, Αἰολεῖς.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Etym. unknown. Fraenkel Gnomon 22, 239 thought *(Ϝ)αι-Ϝόλ-ος (with dissimilatory loss of Ϝ-) from *u̯el- `turn' in εἰλέω etc. - Benveniste ( BSL 38, 107) connected αἰών, Skt. ā́yu `vital force' (improbable). Risch Mus. Helv. 29, 1972, 97 argues that the original meaning was a colour. On αἰέλουρος s.v. - For the type, cf. αἰώρα, αἰονάω.Page in Frisk: 1,42Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰόλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αιολείς — Μια από τις ελληνικές φυλές, στην οποίαν ανήκαν οι Θεσσαλοί και οι Βοιωτοί, και η οποία γύρω στο 1000 π.Χ. ίδρυσε αποικίες στην Αιολίδα, τη βορειοδυτική ζώνη της Μικράς Ασίας, και στα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Μυθικός γενάρχης των Α. ήταν ο Αίολος … Dictionary of Greek
Αἰολεῖς — Αἰολεύς of masc acc pl Αἰολεύς of masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολεῖς — αἰολέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эолийцы — (Αίολείς, страна их Αίολίς) ветвь греческого народа, отделившаяся от так наз. сев. ахейской (или иначе сев. восточной) группы эллинского материкового населения и колонизовавшая первоначально Лесбос, а оттуда противолежащую часть Малоазиатского… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
βαρυντικός — βαρυντικός, ή, όν (Α) [βαρύνω] 1. εκείνος που έλκει κάτι προς τα κάτω 2. φρ. «Αἰολεῑς βαρυντικοί» οι Αιολείς είχαν την τάση να μην τονίζουν στη λήγουσα αλλά ν ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα … Dictionary of Greek
Γραίκες — Μυθολογικός λαός. Γ. ονομάζονταν οι Αιολείς που αποίκισαν την πόλη Πάριο. Οργανωτής του αποικισμού της Μικράς Ασίας από τους Αιολείς ήταν ο Γρας, γιος του Αρχέλαου και δισέγγονος του Ορέστη. Από αυτόν προήλθαν οι Γ., οι Γράοι και οι Γραικοί, όπως … Dictionary of Greek
Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek