-
1 αὐλός
αὐλός (ἄω, αὔω), ὁ, 1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, theils von Rohr u. Holz, theils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden; Il. 10, 13. 18, 495; H. h. Merc. 451. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Her. unterscheidet γυναικεῖος καὶ ἀνδρεῖος, 1, 17; Pind. spricht von βοή u. καναχὴ αὐλῶν, Ol. 3, 8 P. 10, 39; καλλιβόας Soph. Ir. 658; βαρύβρομος Eur. Hel. 1367; ἐριβρεμέτης Archi. 4 (VI, 195); Ἐνυαλίου, die Trompete, Tymn. 1 (VI, 157). Man sagte πρὸς αὐλὸν ὀρχεῖσϑαι, λέγειν, Xen., wie ὑπ' αὐλοῦ, Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν, Xen., s. die Präpos. – 2) jede Röhre, röhrenartiger Körper, nach Ath. V, 189 c πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐϑύτητα σχῆμα. ὥσπερ τὸ στάδιον, wie Lycophr. 40; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμεν Il. 17, 297, das Gehirn spritzte neben der Röhre des Speers heraus. Andere erkl. röhrenweis, d. i. stromweis, wie Od. 22, 18 αὐλὸς παχύς ein dicker Blutstrom ist; Poll. 5, 20 αὐλός, τῆς λόγχης τὸ περὶ τὸ ξύλον; Eusth. ἡ ὀπὴ τῆς αἰχμῆς, ᾗ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται; Od. 19, 227 περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι, mit doppelten Röhren, die Löcher, in welche die Haken eingreifen. Bei Arist. H. A. die Röhren, wodurch der Wallfisch das Wasser ausstößt; ποδῶν, Röhrknochen, Opp. Cyn. 1, 189. – 3) ein Fisch.
-
2 αὐλός
αὐλός (αὐλός -όν; -ῶν, -οῖς) sing. & pl.,1 pipe, fluteφόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν Αἰνησιδάμου παιδὶ συμμεῖξαι O. 3.8
ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19
ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλός O. 10.94
παντᾶᾳ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος i. e. Athene P. 12.19πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν N. 3.79
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27
χαλκ]έοπ' αὐλῶν ὀμφάν[ Pae. 3.94
]γλυκὺν κατ αὐλὸν αιθερ[ Pae. 7.11
ἀχεῖ τ ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο (supp. Schr.) fr. 140b. 3. δελφῖνος · τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17. -
3 αὐλός
αὐλός, ὁ,A pipe, flute, clarionet, Il.10.13, 18.495, h.Merc. 452;Λύδιος Pi.O.5.19
; Ἔλυμος, i.e. Φρύγιος (q. v.), S.Fr. 398; ; αὐ. γυναικήιος, ἀνδρήιος, Hdt.1.17; αὐ. ἀνδρεῖοι, παιδικοί, παρθένιοι, Ath.4.176f, Poll.4.81;ὁ παρθένιος αὐ. τοῦ παιδικοῦ ὀξύτερος Arist. HA 581b11
;διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι Theoc.Ep.5.1
;ἐμφυσᾶν εἰς αὐλούς D.S.3.59
; αὐ. Ἐνυαλίου, i.e. a trumpet, AP6.151 (Tymn.); ὑπ' αὐλοῦ to the sound of the flute, Hdt. l. c.; πρὸς τὸν αὐ., ὑπὸ τὸν αὐ., X.Smp.6.3, etc.: pl., αὐλοὶ πηκτίδος pipes of the πηκτίς, IG4.53 ([place name] Aegina).2 hollow tube, pipe, groove, περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι the buckle was furnished with two pipes or grooves (into which the tongue fitted), Od.19.227; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμε spirted up beside the vizard (cf. αὐλῶπις), or beside the socket of the spear-head into which the shaft fitted, Il.17.297; but in Od. 22.18 αὐλὸς παχύς means the jet of blood through the tube of the nostril; αὐλὸς ἐκ χαλκείου the smith's bellows, Hp.Art.47,77, cf. Th.4.100; tube of the clepsydra, Arist.Pr. 914b14;βλέπειν δι' αὐλοῦ Id.GA 780b19
.3 in animals, blow-hole of cetacea, Id.HA 589b19, PA 697a17; funnel of a cuttle-fish, Id.HA 524a10; conus arteriosus in fishes, ib. 507a10, Resp. 478b8; duct, prob. in Id.GC 322a28.6 cow-bane, Cicuta virosa, Ps.-Plu.Fluv.10.3.7 εἶδος ἀκολάστου σχήματος, EM170.28. -
4 Αύλος
-
5 Αὖλος
-
6 άυλος
-
7 ἄυλος
-
8 αυλός
-
9 αὐλός
-
10 αὐλός
Grammatical information: m.Meaning: `hollow tube, pipe, flute' (Il.). Also `cow-ban, Cicuta virosa'.Derivatives: αὐλών m. f. `defile, glen' (Hdt.); on - ών s. Schwyzer 488, Chantr. Form.164; - αὐλωτός `with pipes' (A.). - Denom. verb αὐλέω `blow (a flute)' (Alcm.), αὐλητής (Ion.-Att.) - αὖλιξ (cod. αὐλίξ) φλέψ H., cf. χόλιξ, Baunack Philol. 70, 361, for water. - On the meaning of αὐλῶπις, epith. of the helmet (Il.), s. Trümpy Fachausdrücke 44. - αὐλωπίας a fish, kind of tunny?, = ἀνθίας? (Thompson, Fishes 20).Etymology: Several cognates: Lith. aũlas m. `leg of a boot', NNorw. aul `hollow stalk of Angelica', perh. also Lat. alvus `cavity' (with metathesis). Further OCS. ulica f. `small lane, Gasse'. Uncertain Arm. uɫ, uɫi `road'. If ONo. huann-jōli `the hollow stalk of Angelica' has ēu it cannot belong here (if IE).. - Cf. Güntert Reimwortbildungen 154 (on αὑλός: Lith. aũlas, καυλός: Lit. káulas). S. also ἔναυλος.Page in Frisk: 1,186-187Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐλός
-
11 ἄϋλος
-
12 αὐλός
αὐλός: flute, a wind-instrument more like the clarinet than the modern transverse flute, Il. 18.495, Il. 10.13; then any tube, channel, as the ‘socket’ in which the point of a lance was fitted, Il. 17.297; ‘holes’ or ‘eyes,’ receiving the tongue of a buckle, Od. 19.227; of a ‘jet’ of blood, Od. 22.18.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐλός
-
13 αὐλός
αὐλός, (1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, teils von Rohr u. Holz, teils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Ἐνυαλίου, die Trompete. (2) jede Röhre, röhrenartiger Körper; die Röhren, wodurch der Walfisch das Wasser ausstößt. (3) ein Fisch -
14 αὐλός
αὐλός, οῦ, ὁ (Hom. et al.; PHib 54, 6 [c. 245 B.C.]; PFuad I Univ no. XII, 37; LXX; Ath. 9, 1) flute 1 Cor 14:7 (w. κιθάρα, as Dio Chrys. 16 [33], 35; Ps.-Lucian, Salt. 16; Himerius, Or. 8 [23], 11; Is 30:32).—CSachs, Real-Lexikon d. Musikinstrumente ’62, 23; KSchlesinger, Greek Aulos2 ’39. S. also lit. on κύμβαλον.—DELG. M-M. -
15 αυλος
I.ὅ1) свирель, флейта Hom., HH.ὑπ΄ αὐλοῦ Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν и πρὸς (τὸν) αὐλόν Xen., Plut. — под звуки свирели;
δίδυμοι αὐλοί Theocr. — двуствольная цевница2) трубка, втулка, полый стержень Hom., Xen.3) анат. трубка, сосуд, каналец Arst.4) струя(αἵματος Hom.)
II.2невещественный, нематериальный(δύναμις Arst.; ἀσώματος καὴ ἄ. Plut.)
-
16 αὐλός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐλός
-
17 αυλός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυλός
-
18 άϋλος
η, ο [ος, ον ]1) невещественный, бесплотный, нематериальный; 2) лёгкий, воздушный -
19 αυλός
ο1) флейта; 2) труба; трубка; 3) анат. канал шейки матки -
20 αὐλός
свирель, флейта, дудочка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐλός
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)