-
1 πλεον
IIIπλεῖν и πλεῦν, тж. τὸ πλέον adv.1) больше(π. ἢ εἴκοσι Xen.; πλεῖν ἢ πέντε τάλαντα Dem.)
πλεῖν ἑξακοσίους Arph. — свыше шестисот;πλεῖν ἢ μαίνομαι Arph. — я больше, чем безумствую, т.е. я вне себя от восторга;τὸ π. ἔχειν τινός Xen. и π. τινὸς φέρεσθαι Her. — иметь преимущество, преобладать над кем-л., превосходить кого-л.;οὐδὲν π. Plat., Dem. — ни к чему, не к чему;οὐδὲν π. ποιήσετε Plat. — вы ничего не добьетесь;π. τι ποιῆσαι Plat. чего-л. — добиться2) сверх тогоπρὸς τούτοισι ἔτι π. προσωρέγοντό οἱ Her. — сверх этого они еще внушали ему (надежды)
IVи πλεῖον τό большая часть или большинство(τινός Hom., Thuc.)
σὲ τῶνδ΄ ἐς π. σέβω Soph. — я чту тебя больше, чем их -
2 πλέον
-
3 πλέον
-
4 πλέον
πλέον s. πολύς 1b; 2b (πλείων). -
5 πλέον
επίρρ.1) более, больше;πλέον του δέοντος — больше, чем надо;
πολύ πλέον — гораздо больше;
καί πλέον — об ничего больше;
2) сверх, кроме, помимо;επί πλέον — более того, к тому же, сверх того, помимо того;
3) уже, уж;είναι πλέον... — вот уже...;
4) мат. плюс;5) (с артиклем употр, для образования превосх, ст.) самый;τό πλέον απομεμακρυσμένο σημείο — самая отдалённая точка;
η πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση — самый интересный случай
-
6 πλέον
τὸ πλέον, τά πλείω gen. πλείονος ['по большей части'] обычно, (весьма) часто superl. πλείστος, η, ον наиболее многочисленный, наибольший (πλείστον / πλείστα очень, более всего; чаще всего) -
7 πλέον
πλέων, πλέον: see πλείων.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλέον
-
8 πλέον
πλέοςmasc acc sgπλέοςneut nom /voc /acc sgπλέωsail: pres part act masc voc sgπλέωsail: pres part act neut nom /voc /acc sgπλέωsail: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)πλέωsail: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)πλέωςfull: masc acc sg (ionic)πλέωςfull: neut nom /voc /acc sg (ionic)πλείωνmore: masc /fem voc comp sgπλείωνmore: neut nom /voc /acc comp sg -
9 πλέον'
πλέονα, πλείωνmore: neut nom /voc /acc comp plπλέονα, πλείωνmore: masc /fem acc comp sgπλέονα, πλείωνmore: neut acc comp pl (epic)πλέονα, πλείωνmore: neut nom comp pl (epic)πλέονι, πλείωνmore: dat comp sgπλέονι, πλείωνmore: neut dat comp sgπλέονε, πλείωνmore: nom /voc /acc comp dualπλέονε, πλείωνmore: neut nom /voc /acc comp dual -
10 πλέον
большеебольшеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλέον
-
11 πλέον
-
12 πλέον
[плэон] επίρ болле, больше, сверх, уже. -
13 πλέον
artık, bundan böyle, bundan sonra -
14 πλέον
1) more2) mostΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλέον
-
15 πλεον-εκτέω
πλεον-εκτέω, (ein πλεονέκτης sein) mehr haben, größern Antheil haden, voraus haben; περὶ τίνων ὁ κρείττων πλέον ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ, Plat. Gorg. 491 a; Ggstz von τὸ ἴσον ἔχειν, Isocr. 1, 38; τοσοῠτον αὐτῶν πλεονεκτοῠμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥςτε, Plat. Euthyphr. 15 a; τῶν ἐχϑρῶν, Rep. II, 362 b, u. öfter, überlegen sein, Einem; auch τινός τινι, Einem in Etwas, Xen. An. 3, 1, 37; τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον, Plat. Lach. 183 a; Folgde; auch wie ein transit. c. accus., übertreffen, übervortheilen, Plut. Marcell. 29 D. Sic. 12, 45, – pass., πλεονεκτεῖται, Strat. 77 (XII, 238); Xen. Mem. 3, 5, 2; ἂν. φάσκῃ πλεονεκτεῖσϑαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς, Dem. 41, 25, er sei um 1000 Drachmen übervortheilt. – Auch = mehr haben wollen, Vortheil, Gewinn zu erhalten suchen, οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων, Her. 8, 112; Vortheil erlangen, Thuc. 4, 62, Plat. Legg. III, 683 a, der so auch fut. med. πλεονεκτήσεται braucht, Lach. 192 e, πλεονεκτεῖν ἀπὸ τῶν μὴ καϑηκόντων, Pol. 6, 56, 2; a. Sp.
-
16 πλεον-εκτικός
πλεον-εκτικός, ή, όν, zum πλεονέκτης gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur πλεονεξία geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ ϑηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.
-
17 πλεον-εξία
πλεον-εξία, ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσϑαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.
-
18 πλεον-έκτης
πλεον-έκτης, ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.
-
19 πλεον-έκτημα
πλεον-έκτημα, τό, 1) Vortheil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν ϑείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαϑ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie πλεονέκτημα μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.
-
20 το-πλέον
См. также в других словарях:
πλέον — (I) Α (καταχρ. πρόθεση) πλην, εκτός από, εξαιρέσει τού..... (II) Ν επίρρ. βλ. πλείων … Dictionary of Greek
πλέον — πλέος masc acc sg πλέος neut nom/voc/acc sg πλέω sail pres part act masc voc sg πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg πλέω sail imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (homeric ionic) πλέως full masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέον' — πλέονα , πλείων more neut nom/voc/acc comp pl πλέονα , πλείων more masc/fem acc comp sg πλέονα , πλείων more neut acc comp pl (epic) πλέονα , πλείων more neut nom comp pl (epic) πλέονι , πλείων more dat comp sg πλέονι , πλείων more neut dat comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλέον ἥμισυ παντός. — См. Половина больше целого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek