Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ασμαι

См. также в других словарях:

  • Αλ Ασμάι — (AlAsmai, Μπάσρα 740 – 828 μ.Χ.). Άραβας φιλόλογος και γραμματικός. Είχε μαθητή του τον γιο του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ, τον περίφημο Αλ Μαμούν. Έγραψε πολλές μονογραφίες για την αραβική λεξικογραφία και υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθολόγους… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Καμπούλ — I (Kbul). Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας: 2.766.800 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Αφγανιστάν καθώς και της ομώνυμης περιφέρειας (4.685 τ. χλμ.), στο δυτικό τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., εκατέρωθεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»