Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἀφειδῶς

См. также в других словарях:

  • ἀφειδῶς — ἀφειδής not sparing of adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • непощадьно — (1*) нар. Неумеренно, слишком много: и срамъ дѣющимъ и непощадно блѧдѹщимъ. (ἀφειδῶς) ΓΑ XIII–XIV, 87б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нещадьно — (8) нар. Беспощадно, безжалостно: аще же раскоторавсѧ. и въ гнѣвѣ дрѣвомь. или рѹкою ранѹ некомѹ нанесе нещадно... близь есть волнаго ѹбииства. (ἀφειδῶς) ΚΡ 1284, 176в; то же КВ к. XIV, 141в; стр(с)тию ˫аростьною ѡдержимъ бывъ. того ради нещадно …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нещадѣньно — (1*) нар. Беспощадно, безжалостно: то ѹбо абиѥ приближаѥть къ вольному [убийству] ѹдаривыи... толицѣмь образъмь... ˫авѣ ѥсть зане ѹдьржанѹ быти отъ страсти. нещадѣньно чл҃вка. (ἀφειδῶς) ΚΕ XII, 182б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοσκορπίζω — 1. σκορπίζω στους ανέμους, ασωτεύω, σπαταλώ 2. «αδικομαζώματα ανεμοσκορπίσματα» τα αποκτώμενα με άδικον τρόπο ξοδεύονται αφειδώς χωρίς να πιάνουν τόπο …   Dictionary of Greek

  • αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • καταξοδεύω — και καταξοδιάζω 1. (ενεργ. και μεσ.) κάνω υπερβολικές δαπάνες, ξοδεύω αφειδώς, σπαταλώ («καταξοδεύει την περιουσία του στα ταξίδια») 2. βάζω κάποιον σε πολλά έξοδα («μέ καταξόδεψε με τις απαιτήσεις του αυτό το παιδί») …   Dictionary of Greek

  • κεχυμένος — κεχυμένος, η, ον (Α) βλ. χέω. επίρρ... κεχυμένως (Α) άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι τού χέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • λετωνήσαι — λετωνῆσαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀφειδῶς παῑσαι κατὰ τῶν ἰσχίων» …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»