Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(λαίλαπα

См. также в других словарях:

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — η 1. ισχυρός άνεμος, καταιγίδα. 2. μτφ., μεγάλη συμφορά: Η λαίλαπα του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαίλαπα — λαί̱λαπα , λαῖλαψ furious storm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπας — λαίλαπας, ὁ (Μ) βλ. λαίλαπα …   Dictionary of Greek

  • λαίλαψ — λαῑλαψ, απος, ἡ (Α, Μ λαῑλαψ, ὁ) βλ. λαίλαπα …   Dictionary of Greek

  • λαιλαπώδης — ες (Α λαιλαπώδης, ῶδες) [λαίλαψ] σφοδρός σαν λαίλαπα, θυελλώδης …   Dictionary of Greek

  • λαιλαφέτης — λαιλαφέτης, ὁ (Α) πάπ. αυτός που εξαπολύει λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαιλαπαφέτης, με συλλαβική ανομοίωση (< λαῖλαψ + ἀφέτης < ἀφίημι «αφήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • μπουρίνι — το 1. ξαφνική θύελλα, με απότομο και δυνατό άνεμο που συνοδεύεται συχνά από βροχή, λαίλαπα 2. μτφ. οργή, θυμός, νεύρα («έχει πάλι τα μπουρίνια του και δεν μπορεί να τού μιλήσει κανείς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. borin] …   Dictionary of Greek

  • μπουρινάρω — 1. ναυτ. τραβώ τους πλαγιαστήρες ισχυρά για να πλεύσω εγγύτατα 2. (ως απρόσ.) μπουρινάρει επέρχεται κακοκαιρία, προμηνύεται λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. < μπουρίνα, ενώ με τη δεύτερη < μπουρίνι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»