-
1 ἀγροβότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροβότης
-
2 ἀγρόθεν
ἀγρό-θεν, Adv.A from the country, Od.13.268, 15.428, Epich.161, E.Or. 866, Luc.Macr.22: also [suff] ἄγρο-θε, AP7.398(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρόθεν
-
3 ἀγροβόας
ἀγρο-βόας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροβόας
-
4 ἀγρογείτων
A country neighbour, Plu.Cat. Ma.25, POxy.1106.2 (vi A.D.); ἀ. τινός having a field adjoining his, J.AJ8.13.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρογείτων
-
5 ἀγροδίαιτος
ἀγρο-δίαιτος, ον,A living in the country, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροδίαιτος
-
6 ἀγροδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροδότης
-
7 ἀγροκήπιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροκήπιον
-
8 ἀγρόκηπος
ἀγρό-κηπος, ὁ,A field kept as garden, IG3.60B1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρόκηπος
-
9 ἀγροκόμος
ἀγρο-κόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροκόμος
-
10 ἀγρονόμος
2 Subst. [full] ἀγρονόμος, ὁ, ([etym.] νέμω) a magistrate in charge of the country districts, Pl.Lg. 760b, al., cf. Arist.Pol. 1321b30.II [full] ἀγρόνομος, ον, affording open pasturage, πλάκες, αὐλαί, S.OT 1103, Ant. 785 (both lyr.);ὕλη Opp.H.1.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρονόμος
-
11 ἀγροπόνος
ἀγρο-πόνος, ὁ,A tiller of the soil, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροπόνος
-
12 ἀγρότερος
A wild animals, ἡμίονοι, σύες, αἶγες, Il.2.852, 12.146, Od.17.295;ἀγροτέρης ἐλάφοιο Hes.Sc. 407
;φὴρ ἀ. Pi.P.3.4
: abs.,ἀγρότεροι Theoc.8.58
;ἀ. καὶ νέποδες AP6.11
(Satyr.).2 of countrymen, AP9.244 (Apollonid.), APl.4.235 (Id.).3 of plants, wild, AP9.384.8, cf. Nic. Th. 711, Coluth.111.II ([etym.] ἄγρα) fond of the chase, huntress, of the nymph Cyrene, Pi.P.9.6: metaph.,μέριμνα ἀ. Id.O.2.60
.2 pr. n. Ἀγροτέρα, Artemis the huntress, Il.21.471, X.Cyn.6.13; worshipped at Agra in Attica, IG2.467, Paus.1.19.6; at Sparta and elsewhere, X.HG4.2.20, Ar.Eq. 660, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότερος
-
13 ἀγροτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροτήρ
-
14 ἀγρότης
II ([etym.] ἄγρα) hunter,οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218
, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. [full] ἀγρότις,νύμφη A.R.2.509
; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότης
-
15 ἄγροθι
ἄγρο-θῐ, Adv. -
16 ἀγρονόμος
ἀγρο-νόμος ( νέμω): inhabiting the fields, rural, νύμφαι, Od. 6.106†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγρονόμος
-
17 κῆπος 1
κῆπος 1.Grammatical information: m.Meaning: `garden, orchard, plantation' (Il.), `unworked piece of land' (Cypr.; cf. Kretschmer Glotta 3, 303 with R. Meister).Other forms: Dor. κᾶποςCompounds: Often as 1. member, e. g. κηπουρός \< *κηπο-Ϝορός (Att., hell.), also κηπ-ωρός (Archipp.; prob. after θυρωρός, s. on θύρα) `gardener'; κηπο-λάχανον `garden of vergetables' (pap.; type ἱππο-πόταμος, s. on ἵππος; cf. Strömberg Wortstudien 7), also κηπο-λαχαν-ία `id.' (pap.); κηπ-εργός `gardener' (Korykos; after ἔργον for - ουργός [Poll.]). Also as 2. member, e. g. περί-κηπος m. `garden around the house' (ptol. pap., D. S.; prob. after περί-χωρος); ἀγρό-κηπος (Att. inscr., Rom. Emp.), ἀγρο-κήπιον (Str.) `field worked as garden'.Derivatives: Diminutiva κηπίον (Halic. Va, Th. etc.), - πίδιον (Plu., D. L.), - πάδιον (pap.); κηπαῖος `of the garden' (Arist.; Chantraine Formation 48), κηπεύς, Dor. καπεύς `gardener' (Philyll. Com. 14, AP; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 49), κηπίδες Νύμφαι `garden-Nymphs' (Aristainet.). Denomin. verb κηπεύω `work in the garden, cultivate' (E., Eub., Arist.) with κηπεῖαι f. pl. `gardens' (Pl. Lg. 845d), κηπεύματα pl. `garden-products, -fruits' (Ar. Av. 1100), κηπευτής = κηπεύς (Gloss.), κηπεύσιμος `grown up in a garden' (Alex. Trall.; aftr φυτεύσιμος, Arbenz Die Adj. auf - ιμος 86).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.Etymology: But for the ending κῆπος, κᾶπος can be identical with a westgerm. word of comparable meaning, OHG huoba, OS hōba, NHG Hufe, Hube f. `piece of land of a certain size', Dutch hoeve `farm', IE. *kāpā́; here also Alb. kopshtë `garden' (with shtë-suffix), which has a velar in anlaut. On further connections, some uncertain or wrong ( κάπετος, Lat. capiō, OHG habaro `oats') s. Bq, Pok. 529. Beekes ?? Does it point to a European substratum?Page in Frisk: 1,842Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῆπος 1
-
18 πράληξ
πράληξ· ὁ λίαν ἀγρο̄ικος, Hsch. -
19 ἀγριομυρίκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριομυρίκη
-
20 ἀγρός
Grammatical information: m.Meaning: `field'Compounds: ἄγροικος `who lives in the country' ( ἀγρο-Ϝοικ-); in modern Greek this gave an oppositum γροικός = νοήμων; from this again γροικῶ `understand' (Hatzidakis, Glotta 14, 208f.). ἄγρωστις \< *h₂eǵro-h₁d-tis, cf. νῆστις; Meier-Brügger, KZ 103 (1990) 33f.Derivatives: ἄγριος `agrestis, wild'. ἀγροιώτης (Il.) for ἀγρώτης will have arisen at verse end, Risch 32. On ἀγρέτης s. ἄγρα. ἀγρότερος `wild' from `from the field(s)' in opposition to cultivated places. ἄγρυπνος `who sleeps outside' developed into `sleepless, awake' (cf. ἄγρ-αυλος `who has his bed\/lair in the field')Origin: IE [Indo-European] [6] *h₂eǵrosEtymology: Old IE word, originally the uncultivated field: Skt. ájra-, Lat. ager, Germ., Goth. akrs, Arm. art. Connection with * agō `drive' is probable.Page in Frisk: 1,16Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγρο(ν)θοκόπητος — η, ο αυτός που δε γροθοκοπήθηκε: Η συμπλοκή γενικεύτηκε και τελικά κανένας δεν έμεινε αγροθοκόπητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
μπατικιάζω — [μπατίκι] 1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος 2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι … Dictionary of Greek
νεαίνω — (Α) [νέος] 1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω 2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
буиство — Буйство буиство (2) 1. Смелость, дерзость: ...два солнца помѣркоста, оба багряная стлъпа погасоста, и съ нима молодая мѣсяца, Олегъ и Святъславъ тъмою ся поволокоста и въ морѣ погрузиста, и великое буиство подасть Хинови. 25. И услышавша сына… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
Βουζύγης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης του γένους των Βουζυγών, που πρώτος έζεψε βόδια, καλλιέργησε αγρό και έσπειρε σιτάρι. Το άροτρό του, δώρο της Αθηνάς, το αφιέρωσε στον ναό της. * * * Βουζύγης, ο (Α) 1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια 2.… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] … Dictionary of Greek
Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… … Dictionary of Greek