-
1 ἀγρός
Grammatical information: m.Meaning: `field'Compounds: ἄγροικος `who lives in the country' ( ἀγρο-Ϝοικ-); in modern Greek this gave an oppositum γροικός = νοήμων; from this again γροικῶ `understand' (Hatzidakis, Glotta 14, 208f.). ἄγρωστις \< *h₂eǵro-h₁d-tis, cf. νῆστις; Meier-Brügger, KZ 103 (1990) 33f.Derivatives: ἄγριος `agrestis, wild'. ἀγροιώτης (Il.) for ἀγρώτης will have arisen at verse end, Risch 32. On ἀγρέτης s. ἄγρα. ἀγρότερος `wild' from `from the field(s)' in opposition to cultivated places. ἄγρυπνος `who sleeps outside' developed into `sleepless, awake' (cf. ἄγρ-αυλος `who has his bed\/lair in the field')Origin: IE [Indo-European] [6] *h₂eǵrosEtymology: Old IE word, originally the uncultivated field: Skt. ájra-, Lat. ager, Germ., Goth. akrs, Arm. art. Connection with * agō `drive' is probable.Page in Frisk: 1,16Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγρός
См. также в других словарях:
γροικώ — και γρικώ ( άω) βλ. αγροικώ … Dictionary of Greek
(α)γροικώ — βλ. το ορθό γρικώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
αγροίκημα — και γροίκημα, το [αγροικώ και γροικώ] αντίληψη, κατανόηση … Dictionary of Greek
αγροίκηση — και γροίκηση, η (Μ και ἀγροίκησις, γροίκησις, ἐγροίκησις) [ἀγροικῶ και γροικῶ] 1. αντίληψη, νοημοσύνη 2. ακρόαση, άκουσμα, προσοχή, συνεννόηση … Dictionary of Greek
γρικώ — ( άω) βλ. γροικώ … Dictionary of Greek
κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] … Dictionary of Greek
καλογροικώ — και καλογρικώ 1. ακούω καλά 2. ακούω κάτι με προσοχή 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + γροικώ «ακούω»] … Dictionary of Greek
μύσμα — το βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ αρρωστάρη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ξαναγροικώ — ακούω ξανά, πληροφορούμαι πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + αγροικώ / γροικώ «ακούω, αισθάνομαι»] … Dictionary of Greek