-
1 ἀγροβόας
ἀγρο-βόας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροβόας
См. также в других словарях:
καλλιβόας — καλλιβόας, ὁ (Α) (για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βόας (< βοῶ), πρβλ. αγρο βόας, ερημο βόας] … Dictionary of Greek