-
21 καρβάτινος
Grammatical information: adj.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: Formation as δερμάτινος etc.; one compares some words for `shoe etc.', which differ amongst each other, in Balto-Slavic, Germanic and Celtic, e. g. Lith. kùrpė `shoe', Czech. krpě `id.', OIc. hriflingr, OE. hrifeling `id.', OIr. cairem `shoemaker', in Pok. 581 given as IE. * kerǝp- `pieces of cloth or leather; esp. shoe'; further Lat. carpisc(u)lum `kind of shoe' (IVp), which is already for its late attestation to be considered as a LW [loanword]. Also in other respects these seem thechnical loans; cf. Beekes, 125 Jahre Indog. Graz, 2000, 28. S. W.-Hofmann s. carpisc(u)lum, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kùrpė, Vasmer Russ. et. Wb. s. korpátь. - From καρβάτινος Lat. carpatinus `of raw leather'. - Cf. κρηπίς.Page in Frisk: 1,786Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρβάτινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγρο(ν)θοκόπητος — η, ο αυτός που δε γροθοκοπήθηκε: Η συμπλοκή γενικεύτηκε και τελικά κανένας δεν έμεινε αγροθοκόπητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
μπατικιάζω — [μπατίκι] 1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος 2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι … Dictionary of Greek
νεαίνω — (Α) [νέος] 1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω 2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
буиство — Буйство буиство (2) 1. Смелость, дерзость: ...два солнца помѣркоста, оба багряная стлъпа погасоста, и съ нима молодая мѣсяца, Олегъ и Святъславъ тъмою ся поволокоста и въ морѣ погрузиста, и великое буиство подасть Хинови. 25. И услышавша сына… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
Βουζύγης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης του γένους των Βουζυγών, που πρώτος έζεψε βόδια, καλλιέργησε αγρό και έσπειρε σιτάρι. Το άροτρό του, δώρο της Αθηνάς, το αφιέρωσε στον ναό της. * * * Βουζύγης, ο (Α) 1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια 2.… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] … Dictionary of Greek
Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… … Dictionary of Greek