-
1 ἀγρο-φύλαξ
ἀγρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Feldwächter, Antist. 2 ( Plan. 243).
-
2 ἀγρο-βότης
ἀγρο-βότης, ὁ, auf dem Felde weidend, ποιμήν. Soph. Phil. 214; κύκλωψ Eur. Cycl. 54.
-
3 ἀγρο-κόμος
ἀγρο-κόμος, ὁ. der Verwalter eines Gutes, Ios.
-
4 ἀγρο-γείτονες
ἀγρο-γείτονες, deren Landgüter aneinander stoßen, Plut Cat. mai. 25.
-
5 ἀγρο-κήπιον
ἀγρο-κήπιον, τό Gartenfeld, Strab. XII, 545.
-
6 ἀγρο-δόται
ἀγρο-δόται, δαίμονες, Jagdbeute verleihend, Theaet. Schol. (VI. 27).
-
7 ἀγρο-δίαιτος
ἀγρο-δίαιτος, auf dem Lande, bäurisch lebend, Sp.
-
8 ἀγρο-νομία
ἀγρο-νομία, ἡ, das Amt des - νόμος, eines Beamten in Athen, Aufsehers über die Stadtländereien, oft bei Plat. Legg.; Arist. Po I. 6, 5 οἱ τῶν περὶ τὰ ἔξω τοῠ ἄστεος ἄρχοντες.
-
9 ἀγρο-βάτης
ἀγρο-βάτης, der auf dem Lande einhergeht, v. l., bei Eur., für
-
10 ἀγρο-νὁμος
ἀγρο-νὁμος, landbewohnend (VLL. οἱ ἐν ἀγροῖς διατρίβοντες), Νύμφαι Od. 6, 106 ( ἅπαξ εἰρημ.; Megaklides las ἀγρόμεναι παίζουσιν ἀνὰ δρία παιπαλόεντα, s. Scholl.); von Thieren, auf dem Felde lebend, ϑῆρες Aesch. Ag. 140; αὐλαί, ländl. Wohnungen, Soph. Ant. 782; πλάκες O. R. 1103, wo Herm. ἀγρόνομοι schreibt, denn Schol. erkl. τόπος ἔνϑα τὰ ἄγρια νέμεται; D. Per. 187 steht ἀγρόνομοι Μασυλῆες falsch; Mel. 111 (VII, 196) ἀγρονόμη μοῠσα, ländlicher Gesang, – ὁ ἀγρονόμος, s. d. Vor.
-
11 ἀγροβότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροβότης
-
12 ἀγρόθεν
ἀγρό-θεν, Adv.A from the country, Od.13.268, 15.428, Epich.161, E.Or. 866, Luc.Macr.22: also [suff] ἄγρο-θε, AP7.398(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρόθεν
-
13 ἀγροβόας
ἀγρο-βόας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροβόας
-
14 ἀγρογείτων
A country neighbour, Plu.Cat. Ma.25, POxy.1106.2 (vi A.D.); ἀ. τινός having a field adjoining his, J.AJ8.13.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρογείτων
-
15 ἀγροδίαιτος
ἀγρο-δίαιτος, ον,A living in the country, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροδίαιτος
-
16 ἀγροδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροδότης
-
17 ἀγροκήπιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροκήπιον
-
18 ἀγρόκηπος
ἀγρό-κηπος, ὁ,A field kept as garden, IG3.60B1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρόκηπος
-
19 ἀγροκόμος
ἀγρο-κόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροκόμος
-
20 ἀγρονόμος
2 Subst. [full] ἀγρονόμος, ὁ, ([etym.] νέμω) a magistrate in charge of the country districts, Pl.Lg. 760b, al., cf. Arist.Pol. 1321b30.II [full] ἀγρόνομος, ον, affording open pasturage, πλάκες, αὐλαί, S.OT 1103, Ant. 785 (both lyr.);ὕλη Opp.H.1.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρονόμος
См. также в других словарях:
αγρο(ν)θοκόπητος — η, ο αυτός που δε γροθοκοπήθηκε: Η συμπλοκή γενικεύτηκε και τελικά κανένας δεν έμεινε αγροθοκόπητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
μπατικιάζω — [μπατίκι] 1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος 2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι … Dictionary of Greek
νεαίνω — (Α) [νέος] 1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω 2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
буиство — Буйство буиство (2) 1. Смелость, дерзость: ...два солнца помѣркоста, оба багряная стлъпа погасоста, и съ нима молодая мѣсяца, Олегъ и Святъславъ тъмою ся поволокоста и въ морѣ погрузиста, и великое буиство подасть Хинови. 25. И услышавша сына… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
Βουζύγης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης του γένους των Βουζυγών, που πρώτος έζεψε βόδια, καλλιέργησε αγρό και έσπειρε σιτάρι. Το άροτρό του, δώρο της Αθηνάς, το αφιέρωσε στον ναό της. * * * Βουζύγης, ο (Α) 1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια 2.… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] … Dictionary of Greek
Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… … Dictionary of Greek