-
1 παρ-
-
2 πάρ
-
3 πάρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάρ
-
4 πάρ
παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)1 c. acc.,a to, towards with vb. of motion.παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70
Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69
ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4
Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21
σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2
Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8
]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.b beside, byπαρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28
σόν τε, Κασταλία, πάρα /Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10
Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67
παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79
παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78
“ πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα” P. 4.43πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20
πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10
παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17
γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.c contrary to, againstἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
“φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24
τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47d past, byIπαρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.II met., beyond, exceeding, pastπαρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13
e side by side with, in comparison withἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.f for the sake ofοὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65
g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.632 c. gen.,a from of motion from, from besideἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
“ ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας” P. 4.103κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1
Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.b from without motion,Iπαρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36c πὰρ ποδός, atγνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
3 c. dat.a beside, by of place.παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20
πὰρ ποδί O. 1.74
παρὰ βωμῷ O. 1.93
παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15
παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17
πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17
ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24
παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85
συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14
ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23
παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34
“ Καφισοῦ παρ' ὄχθαις” P. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54
[ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34
Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
( χαλκὸν)Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55
παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24
ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42
παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76
παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19
Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.I with, by the side of, amongπαρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25
παρὰ τυραννίδι P. 2.87
καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1
παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186
Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
( Ὑπερβορέων),παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
4a in tmesis. “ παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός” (v. παρατρέπω) I. 8.10b fragg.τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9
νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9. -
5 παρ'
παρά, παράbeside: indeclform (prep)παραί, παράbeside: epic (poetic indeclform prep)πᾱρά, πηρόςdisabled in a limb: neut nom /voc /acc pl (doric)πᾱρά̱, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc /acc dual (doric)πᾱρά̱, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)πᾱρέ, πηρόςdisabled in a limb: masc voc sg (doric)πᾱραί, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc pl (doric)——————παρά, παράbeside: indeclform (prep)παραί, παράbeside: epic (poetic indeclform prep)πᾱρά, πηρόςdisabled in a limb: neut nom /voc /acc pl (doric)πᾱρά̱, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc /acc dual (doric)πᾱρά̱, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)πᾱρέ, πηρόςdisabled in a limb: masc voc sg (doric)πᾱραί, πηρόςdisabled in a limb: fem nom /voc pl (doric) -
6 πᾶρ'
Βλ. λ. παρ' -
7 Πάρ'
Πάρι, Πάριςmasc voc sgΠάρε, ΠάροςParos: fem voc sg -
8 πάρ
παράbeside: poetic indeclform (prep) -
9 πάρ'
πάρα, παράbeside: indeclform (prep) -
10 παρβαίνω
παρ-βαίνω, [suff] παρ-βασία, [suff] παρ-βάτης, [suff] παρ-βεβᾰώς, [suff] παρ-βολάδην, poet. for παραβ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρβαίνω
-
11 παρκατέλεκτο
παρ-κατέλεκτο, [suff] παρ-κλίνω, [suff] παρ-κύπτω, [suff] παρ-λαμβάνω, poet. for παρα-. [full] παρμέμβλωκε,A v. παραβλώσκω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρκατέλεκτο
-
12 παραετίς
A tile placed on the raking cornice of a pediment, IG11(2).161 A55, 80 (Delos, iii B. C.):—also spelt [suff] παρ-αιετίς, ib.42(1).102.100 (Epid., iv B. C.), 22.1666B15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραετίς
-
13 παραφάσσω
A feel gently with the finger, Hp.Nat.Mul.6 :—[voice] Med., Id.Mul.1.13 :—hence [full] παρ-αφάσιες, αἱ, interior of the pudenda muliebria, ib.2.171, cf. Gal.19.128.------------------------------------A = ἀλλοφάσσω, Gal.19.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφάσσω
-
14 πάρειμι
πάρ-ειμι (1) ( εἰμί), πάρεστι, πάρεστε, παρέᾶσι, opt. παρείη, inf. παρεῖναι, παρέμμεναι, part. παρεών, ipf. παρῆσθα, παρῆν, πάρεσαν, fut. παρέσσομαι, -έσσεται, πάρεσται: be present, at hand, ready, e. g., to help one ( τινί); also ‘stay with’ one, and of things, μάχῃ, ἐν δαίτῃσι, Il. 10.217; w. a thing as subject, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, ‘were at my command,’ Od. 2.62 ; παρεόντων, ‘of her store,’ Od. 1.140.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάρειμι
-
15 παρέχω
παρ - έχω, fut. παρέξω, aor. 2 παρέσχον, παρέσχεθον, subj. παράσχῃ, inf. παρασχεῖν, παρασχέμεν: hold or hand to, hold ready, Il. 18.556; supply, furnish, provide, δῶρα, σῖτον, ἀρετην; also with a thing as subject, θάλασσα δὲ πᾶρέχει (i. e. παρ(ς)έχει) ἰχθῦς, Od. 19.113; w. inf., Od. 4.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρέχω
-
16 παράγνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράγνυμι
-
17 παραγρυπνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγρυπνέω
-
18 παράγω
A- ξω Phld.Rh.1.19
S.: [tense] pf.παραγέωχα PTeb.5.198
(ii B. C.),παραγείοχα Stud.Pal.22.3
(ii A. D.):— lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E. Ion 166 (lyr.);π. θριάμβους App.Mith. 117
, cf. BC2.101; of a person,ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55
.2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line,π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους.. εἰς μέτωπον X.HG7.5.22
, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.3 bring round or forward,ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2
, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.II lead aside from the way, mislead,ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25
;σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99
codd. (lyr.);π. ψεύδεσι Pl.R. 383a
;φενακίζειν καὶ π. D.22.34
, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—[voice] Pass.,φόβῳ παρηγόμην S.OT 974
;λόγοις παράγεσθαι Th.1.91
; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34;νέοις παραχθείς E.Supp. 232
.2 divert from one's course, influence,Μοίρας Hdt.1.91
: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, : mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—[voice] Pass., to be influenced, persuaded, , cf. Lg. 885b, Th.2.64;λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5
: c. inf., .3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R. 550d, cf. Is.11.36;οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92
;π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35
:—[voice] Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra. 398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in [voice] Pass., to be derived, ἀπό .. Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ .. Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed,διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12
;τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6
; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph. 1033a17.III bring and set beside others, bring forward, introduce,ἐς μέσον Hdt.3.129
;εἰς τὸ μέσον Pl. Lg. 713b
; ; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17;παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6
; also, bring forward as a witness, etc.,τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170
:—[voice] Med.,μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg. 836c
.b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7);οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE 1230b19
: hence, represent, portray,τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32
, cf. 14 ([voice] Pass.).c produce, deliver,ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198
(ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., [voice] Pass.).2 bring in, with a notion of secrecy,ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20
:—[voice] Pass., come in stealthily, slip in,π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El. 1391
(lyr.); of things,τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4
.IV carry on, protract,τὴν πρᾶξιν D.S.18.65
; π. τὸν χρόνον pass it, Plu. Agis13, etc.; v. infr. B. III.VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—[voice] Pass.,ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22
, cf. Gp.9.1.1.B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; ([place name] Phanagoria): also c. acc., pass by,μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25
;κώμην PTeb.17.4
(ii B. C.).II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go,εἴσω πάραγε Men.Epit. 188
, cf. 194, Sam.80, Pk. 275. -
19 παραείδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραείδω
-
20 παραείρω
A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—[voice] Pass., hang on one side,παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραείρω
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek