-
1 ἀείρω
ἀείρω, [dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet.; [full] αἴρω (once in Hom., v. infr.), [dialect] Att. and Trag. (exc. A. Th. 759, Pers. 660, both lyr.); [dialect] Aeol. [full] ἀέρρω, Alc.78: [tense] impf. ἤειρον ([etym.] συν-) Il.10.499, Hdt.2.125, [dialect] Ep.Aἄειρον Il.19.386
, [dialect] Att. and Trag. ᾖρον: [tense] fut. ἀρῶ [ᾱ], [var] contr. for ἀερῶ (which is not found), A. Pers. 795, E.Heracl. 322, Tr. 1148, prob. in Luc. Hist.Conscr. 14: [tense] aor. 1 ἤειρα ([etym.] συν-) Il.24.590, ([etym.] παρ-) Archil.94, Herod.9.13, [dialect] Ep.ἄειρα Il.23.730
; [dialect] Aeol. imper.ἀέρρατε Sapph.91
; subj.ἀέρσῃ Panyas.13.13
; part. ; alsoἄηρα IG12(3).449
([place name] Thera);ἦρα Hdt. 9.59
, A.Ag.47, Th.6.18, etc., [ per.] 3pl. , opt.ἄραις Herod.5.71
, inf.ἆραι Call. Cer.35
, part.ἄρας Th.2.12
, etc., Cret. (Gort.) [ᾱ- in all moods]: [tense] pf.ἦρκα D.25.52
, ([etym.] ἀπ-) Th.8.100, [tense] plpf. ἤρκεσαν ([etym.] ἀπ-) D.19.150:—[voice] Med. [full] ἀείρομαι ([etym.] ἀπ-) Il. 21.563, S.Tr. 216 (lyr.); [full] αἴρομαι E.El. 360, Th.4.60: fut ἀροῦμαι [pron. full] [ᾱ] E.Hel. 1597 : [tense] aor. 1 imper.ἀείραο A.R.4.746
, inf. ἀείρασθαι ([etym.] ἀντ-) Hdt.7.212, part.- άμενος Il.23.856
, IG4.952.112 (Epid.); also ἠράμην [ᾱ- in all moods] Il.14.510, Od.4.107, E.Heracl. 986, Ar. Ra. 525, Pl.R. 374e, etc., [dialect] Dor.ἄρατο B.2.5
: [tense] pf.ἦρμαι S.El.54
:— [voice] Pass., E.Alc. 450 (lyr.), Hp.Mul.2.174: [tense] fut. : [tense] aor.ἠέρθην A.R.4.1651
, ([etym.] παρ-) Il.16.341, [dialect] Ep.ἀέρθην Od.19.540
, [ per.] 3pl.ἄερθεν Il.8.74
, subj. (lyr.), part.ἀερθείς Od.8.375
, Pi.N.7.75, A.Ag. 1525 (lyr.), Hp.Mul.1.1, etc.; alsoἤρθην Simon.111
, A.Th. 214 (lyr.), Th.4.42, etc., part.ἀρθείς Il.13.63
, ([etym.] ἐπ-) Hdt.1.90, etc.: [tense] pf.ἤερμαι A.R.2.171
: [dialect] Ep. [tense] plpf. [ per.] 3sg. ἄωρτο (for ἤορτο) Il.3.272, Theoc.24.43,ἔωρτο Hsch.
[ ἀείρω has [pron. full] ᾰ, exc. in late poetry, as Opp. C.1.347.] ( ἀείρω = ἀ-ϝερ-yω, cf.αὐειρομέναι Alcm.23.63
; αἴρω (oncein Hom., Il.17.724 in part. αἴροντας) may = ϝαρ-ψω for ϝγ[νυλλ ]-ψω from the reduced form of the root, but is more probably an analogical formation arising from the contracted forms. Fut. ἀροῦμαι [pron. full] [ᾰ] and [tense] aor. ἀρόμην, ἤρετο, etc., inf. ἀρέσθαι [pron. full] [ᾰ], belong to ἄρνυμαι, q.v.; ἤρᾰτο may have displaced ἤρετο in Hom, cf. Eust. ad Il.3.373. The sense attach found in compds. συν-, παρ-αείρω is prob. derived from the use v.1.)I [voice] Act., lift, raise up,νέκυν Il.17.724
; ὑψόσ' ἀείρας [κυνέην] 10.465;πίνακας παρέθηκεν ἀείρας Od.1.141
;Εὐμάστας με ἄηρεν ἀπὸ χθονός IG12(3).449
, inscr. on a stone ([place name] Thera); ἀπὸ γῆς αἴ. Pl.Ti. 90a; ἱστία στεῖλαν ἀείραντες furled by brailing them up, Od.3.11; but ἀ. ἱστία hoist sail, A.R.2.1229;αἴ. κεραίας D.S. 13.12
;εὔμαριν ἀ. A.Pers. 660
; κοῦφον αἴ. βῆμα walk lightly, trip, E.Tr. 342; αἴ. σκέλη, of a horse, X.Eq.10.15, cf. Arist.IA 710b20;ὀρθὸν αἴ. τὸ κάρα A.Ch. 496
;ὀφθαλμὸν ἄρας S.Tr. 795
; ἄρασα μύξας, of a deer, Id.Fr.89;ὀφρῦς αἴροντα Diph.85
; αἴ. σημεῖον make a signal, X.Cyr.7.1.23; αἴ. μηχανήν, in the theatre, Antiph.191.15; so ; τεῖχος ἱκανὸν αἴ. Th.1.90, cf. 2.75:—freq. in part., ἄρας ἔπαισε he raised [them] and struck, S.OT 1270;ἡ βουλὴ ἄρασα τὴν ἀφ' ἱερᾶς ἀφῆκεν Plu. Cor.32
, cf. 1 Ep.Cor. 6.15 :—[voice] Pass.,ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη Od.19.540
, cf. Il.8.74;ὑψόσ' ἀερθείς Od.12.432
;ἔμπνους ἀρθείς Antipho 2.1.9
;φρυκτοὶ ᾔροντο Th.2.94
, cf. Aen. Tact.26.14; mount up, X.HG5.2.5; ἄνω ἀρθῆναι, of the sun, to be high in heaven, Hp.Aër.6; to be seized, snatched up, Ar.Ach. 565.2 take up, in various uses: draw water, Ar.Ra. 1339; gather food, S.Ph. 707; pluckherbs, PMag.Par.1.287, al.3 take up and carry or bring,ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας Il.16.678
;νόσφιν ἀειράσας 24.583
; ἄχθος ἀ. convey, of ships, Od.3.312; μῆλα ἐξ' Ιθάκης ἄειραν νηυσί carried them off, 21.18; μή μοι οἶνον ἄειρε bring me not wine, Il.6.264.5 of armies or fleets, τὰς ναῦς αἴ. get the ships under sail, Th.1.52; esp. intr., get under way, set out,ἆραι τῷ στρατῷ Id.2.12
: abs., ib.23:—[voice] Pass.,ἀερθῆναι Hdt.9.52
;ἀερθέντες ἐκ.. 1.165
;ἀ. εἰς.. 1.170
;ἐφ' ἡμετέρᾳ γᾷ ἀρθείς S.Ant. 111
(lyr.); but ἀερθείς carried too far, Pi.N.7.75.II raise up, exalt, , cf. 791; ὄλβον ὅν Δαρεῖος ἦρεν Id.Pers. 164:—esp. of pride and passion, exalt, excite, ὑψοῦ αἴ. θυμόν grow excited, S.OT 914; αἴ. θάρσος pluck up courage, E.IA 1598:—[voice] Pass., to be raised, increased,ἡ δύναμις ᾔρετο Th.1.118
;ᾔρετο τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα Id.2.75
; ἤρθη μέγας rose to greatness, D.2.8;οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.111
; ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, A.Th. 214, E.Hec.69: abs., (lyr.), cf. Ar.Ec. 1180.III lift and take away, remove,ἀπό με τιμᾶν ἦραν A.Eu. 847
;τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Pl.R. 578e
; generally, take away, put an end to, ; τραπέζας αἴ. clear away dinner, Men.273;ἀρθέντος τοῦ αἰτίου Arist.Pr. 920b11
; deny (opp. τίθημι posit), S.E.P.1.10; Delph. and [dialect] Locr. [tense] pf. [voice] Pass. part. ἀρμένος cancelled, null and void,ὠνὰ ἀ. καὶ ἄκυρος GDI1746
(Delph.);ἀτελὴς καὶ ἀ. IG9(1).374
([place name] Naupactus).2 make away with, destroy, Ev.Matt.24.39;ἆρον, ἆρον
away with him!Ev.Jo.
19.15; ἐκ τῶν ζώντων αἴ. Tab.Defix.Aud.1.18.IV [voice] Med., lift, take up for oneself or what is one's own, [πέπλων] ἕν' ἀειραμένη Il.6.293
; hence, carry off, win,πάντας ἀειράμενος πελέκεας 23.856
;ἄρατο νίκαν B.2.5
;ἠρμένοι νίκην Str.3.2.13
.2 ὄγκον ἄρασθαι to be puffed up, S.Aj. 129; .3 raise, lift,τύπωμα ἠρμένοι χεροῖν S.El.54
; κανοῦν αἴ. Ar.Av. 850;βοῦς IG22.1028.28
, cf. Thphr.Char.27.5; ῥόθιον raise a surging cheer, Ar.Eq. 546;Σαμόσατα ἀράμενος μετέθηκεν Luc.Hist.Conscr.24
; ἀείρεσθαι τὰ ἱστία hoist sail, Hdt.8.56, cf. 94.4 raise, stir up,νεῖκος ἀειράμενος Thgn.90
, cf. E.Heracl. 986, 991; begin, undertake,πόλεμον A.
Supp..342, Hdt.7.132, Th.4.60, D.5.5 ([voice] Pass.,πόλεμος αἴρεται Ar.Av. 1188
); ; φυγὴν αἴρεσθαι take to flight, A.Pers. 481, E.Rh.54.6 abs., βαρὺς ἀ. slow to undertake anything, Hdt.4.150.V [voice] Pass., to be suspended, hang, [μάχαιρα] πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο Il.3.272
, 19.253.2 Medic., to be swollen, [σπλὴν] ἀερθείς Hp.Mul.1.61
; μαζοὶ ἀείρονται ib.2.174. -
2 παραείρω
A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—[voice] Pass., hang on one side,παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραείρω
-
3 παραείρω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραείρω
-
4 παρήορος
Grammatical information: m.Meaning: `(horse) in the same harness' (Il.), metaph. `walking beside the track, irrational', also aprox. `outstretched' (through false interpretation of Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).Derivatives: Rhythm. byform παρηόριος `driven out of course', of a ship (A. R.), `irrational' (AP). -- From there παρηορίαι f. pl. `side-traces' (Il.), metaph. `outlying reaches of a river' (Arat. 600); παρηρία (for - ηορία?) μωρία H.Origin: IE [Indo-European] [1150] *h₂u̯er- `bind, connect, hang'Etymology: Verbal noun of παρ-αείρω, s. 2. ἀείρω w. lit.; on the phonetics see Björck Alpha impum 112f., 231, on the facts Delebecque Cheval 99f., 144f.Page in Frisk: 2,474Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παρήορος
-
5 παρήορος
παρ-ήορος ( ἀείρω): hanging or floating beside; stretched out, sprawling, Il. 7.156; met., flighty, foolish, Il. 23.603; esp. παρήορος ( ἵππος), a third or extra horse, harnessed by the side of the pair drawing the chariot, but not attached to the yoke, and serving to take the place of either of the others in case of need, Il. 16.471, 474. (Plate I. represents the παρήορος in the background as he is led to his place. See also the adj. cut, the first horse.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρήορος
-
6 ἄρνυμαι
1 win, gain πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (v. l. (ἀν) ελέσθαι) O. 9.102 ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν (Dawes: αἱρέομαι codd.) P. 1.75 τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.59εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν I. 1.50
См. также в других словарях:
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος … Dictionary of Greek
παραείρω — και παραίρω Α 1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.) 2. παθ. παραείρομαι κρεμιέμαι από το ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek