Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥητ-ός

См. также в других словарях:

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • παρίσωσις — ἡ, Α [παρισώ] 1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον» 2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου 3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών 4.… …   Dictionary of Greek

  • περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… …   Dictionary of Greek

  • υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] …   Dictionary of Greek

  • αποφαντικός — ή, ό (AM ἀποφαντικός, ή, όν) [αποφαίνω] 1. αυτός που αποφαίνεται θετικά 2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» η οριστική νεοελλ. (ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά αρχ. μσν. ( ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»