Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θηρατήριος

См. также в других словарях:

  • θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …   Dictionary of Greek

  • θηρατήριον — θηρατήριος hunting implement masc acc sg θηρατήριος hunting implement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατηρίαν — θηρατηρίᾱν , θηρατήριος hunting implement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»