Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θηράσιμος

См. также в других словарях:

  • θηράσιμος — θηράσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ ευθείας < θήρα] …   Dictionary of Greek

  • θηράσιμος — θηρά̱σιμος , θηράσιμος to be hunted down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηράσιμον — θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc sg θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • θηρασίμους — θηρᾱσίμους , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»