Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ίνεος

См. также в других словарях:

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • κεδρίνεος — κεδρίνεος, έα, ον (Α) ποιητ. τ. τού κέδρινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ινος), πρβλ. ελεφαντ ίνεος, ερ ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί τού κέδρινος για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • μυρικίνεος — μυρικίνεος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ο μυρίκινος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίκη «είδος θάμνου» + κατάλ. ίνεος (πρβλ. κεδρ ίνεος)] …   Dictionary of Greek

  • πύξινος — η, ο / πύξινος, ίνη, ον, ΝΑ, και πυξίνεος, έα, ον, Α ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.) αρχ. 1. κίτρινος όπως το ξύλο τής πύξου, ωχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον πινακίδα από πύξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» +… …   Dictionary of Greek

  • οφιόνεος — ὀφιόνεος, έη, ον (Α) αυτός που ανήκει σε φίδι ή αυτός που μοιάζει με φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ὀφιο τών σύνθ. τού ὄφις, ιος κατ επίδραση τού επιθ. γοργόνε(ι)ος. Η άποψη ότι πρόκειται για διαφοροποιημένο τ. σε ι ινεος είναι… …   Dictionary of Greek

  • λαίνεος — λᾱΐνεος , λαίνεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίνεος — ἐλᾱΐνεος , ἐλαίνεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»