Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λᾶας

См. также в других словарях:

  • λάας — λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α) 1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ. β. «ὅσον τ ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.) 2. βράχος 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λᾶας — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάας — Λάᾱς , Λάας neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάας — λάω 1 pres ind act 2nd sg (epic) λάω 1 imperf ind act 2nd sg (epic) λάω 2 seize pres ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶαν — λᾶας stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶε — λᾶας stone masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάα — Λάας neut voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαν — Λάας neut voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαντος — Λάας neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»