Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄχλου

См. также в других словарях:

  • ὀχλοῦ — ὀχλέω move pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχλέω move imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • вънѣ — (212) нар. и предл. I. Нар. 1. Вне, снаружи; за пределами: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се<лъ>. то чѫѥть вонѫ сѹщеѥ въ <храмѣ> вино. и цвьтеть сь нимь (ἔξω) Изб 1076, 133 об.; заѹтра и вечеръ и полѹд҃<не> за тѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Brea (Thrakien) — Brea Stein im Epigraphischen Museum Athen Brea (griechisch Βρέα Femininum, Einwohner Βρεαῖος oder Βρεάτης)[1] war e …   Deutsch Wikipedia

  • CATERVA — apud Statium, Thebaid. l. 2. v. 577. quorum ut subitis exterrita fatis Agmina, turbatam vidit laxare catervam: densius agmen exponitur in Gloss. MS. Quam vocem Latinam multis Graecis interpretatur Philoxenus: Caterva, πολυπληθία. Συνδρομὴ,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • επισύστασις — ἐπισύστασις, ἡ (Α) [σύστασις] 1. θορυβώδης συγκέντρωση λαού («καὶ οὔτε ἐν τῷ ίερῷ εὗρόν με... ἐπισύστασιν ποιοῡντα ὄχλου», ΚΔ) 2. στάση, επανάσταση («οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών... ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου», ΠΔ) 3. συγκέντρωση… …   Dictionary of Greek

  • εριθεύομαι — ἐριθεύομαι (Α) [έριθος] (αποθ. κυρίως το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο) 1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή 2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία τού όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»