-
1 οφλισκανω
(fut. ὀφλήσω, aor. ὤφλησα, aor. ὦφλον, pf. ὤφληκα; inf. aor. ὀφλεῖν - иногда ὀφλειν, part. aor. ὀφλών - иногда ὄφλων)1) быть присужденным или приговоренным(χιλίας δραχμάς Plat.)
ὀ. ζημίαν Eur., Dem.; — подвергнуться штрафу;ὀ. θανάτου δίκην Plat. — быть приговоренным к смерти2) быть осужденным, понести наказаниеὀ. δίκην Plat., Dem.; — быть осужденным по суду;
ἁρπαγῆς τε καὴ κλοπῆς δίκην ὀ. Aesch. — быть осужденным за грабеж и кражу;ὀ. φόνου (sc. δίκην) Plat. — быть осужденным за убийство3) навлекать на себя(αἰσχύνην, βλάβην Eur.)
ὀ. γέλωτα πρός τινα и παρά τινι Plat. — навлекать на себя, заслуживать чьи-л. насмешки, т.е. делаться смешным4) подвергаться обвинению, навлекать на себя обвинение(ὀ. δειλίαν Eur.)
μώρῳ μωρίαν ὀ. Soph. — от глупца слышать упрек в глупости
См. также в других словарях:
ὀφλῶν — ὀφλέω become a debtor pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφλών — ὀφλισκάνω become a debtor aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… … Dictionary of Greek
προσαποτίνω — Α πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»] … Dictionary of Greek
ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… … Dictionary of Greek